Άκουσα να λένε ότι σε άλλους καιρούς, όταν η Περσία
Είχε δε ξέρω ποιον πόλεμο,
Όταν η εισβολή κατέστρεψε την πόλη
Και οι γυναίκες κραύγαζαν,
Δυο σκακιστές συνέχιζαν
Το ατέλειωτο παιχνίδι τους.
Κάτω από την πλατιά σκιά των δένδρων κοίταζαν
Την παλιά σκακιέρα
Και πλάι στον κάθε ένα, περιμένοντας
Τις πιο ευνοϊκές στιγμές του,
Αφού θα είχε γίνει η κίνηση, και
Περιμένοντας τον αντίπαλο,
Μια κανάτα κρασί έσβηνε
Με εγκράτεια τη δίψα τους.
Τα σπίτια είχαν πυρποληθεί,
Λεηλατημένα τα μπαούλα και τα δώματα,
Βιασμένες οι γυναίκες.
Κάτω από τα πεσμένα τείχη,
Υπάρξεις τρυπημένες από δόρατα
Αίμα χυμένο στους δρόμους…
Αλλά στη θέση τους πάντα, κοντά στην πόλη
Και μακριά απ’ τη βουή της.
Οι σκακιστές το παιχνίδι τους συνέχιζαν.
[…]
Μετάφραση: Γ. Σουλιώτης
Στη φωτογραφία σκακιστές στη Μόσχα, μέσα στο χιόνι, το 1950 (“δανεισμένη” από τον μεταφραστή από τον τοίχο της Λίνας Παπαδιώτη).