Πίστευε (τί όμορφη αυταπάτη
Που μας κρατά ζωντανούς
Η πίστη σ’ έναν κόσμο
Νεκρών και άπιστων) ότι
Γράφοντας πάνω στα ωραία της γόνατα
Στιχάκια ερωτικά ή άλλα
Θα μπορούσε να βγει κάποτε από το τριπάκι
Από το στενό χωνί στο οποίο τρύπωσε μόνη της
Σνιφάροντας σκόνη ή καπνίζοντας διάφορα
Που τής έδινε στο χέρι ο τάδε
Στη ζούλα τής μεγάλης νύχτας
Αφρικανός με σκουλαρίκια νεκροκεφαλές
(Ας πούμε -εφόσον δεν πρωταγωνιστεί
Στην ιστορία μας- ότι τον λένε Καρίμ)
Τόσο αέρινη
Και τόσο μπλεγμένη στα καμώματα τού θανατά
Μέχρι το λαιμό χωμένη στις παραισθήσεις
Να την κουμπώνει το κάθε μαστούρι
Κι εκείνη να χάνεται στην παραζάλη
Με τις κινήσεις μιας χορεύτριας
Φωνάζοντας σε στιγμές παροξυσμού
“Σ’ αγαπώ!” ανάμικτα με “ξέσκισέ με λίγο”
Και “πάρε με τώρα – εδώ μπροστά στον κόσμο!” • η Sylvia
Που χάθηκε ξαφνικά λες και δεν υπήρξε ποτέ
Πάνω στα λεπτά της πόδια
Σαν πεταλούδα μέσα στο φως και στα σγουρά της μαλλιά
Και που κάμποσοι γύρευαν
Να τη στριμώξουν στη γωνιά για ένα γρήγορο•
Μαζί και ο πλεονασμός στις άγουρες σκέψεις
Η απληστία να ζήσει όλους τους πόθους σε μιαν Αστραπή• σε ποιο χορό άραγε
Να την κάλεσαν οι άγγελοι
Με τί φτερά θα πέταξε μακριά
Φτύνοντας όλες τις σκοτούρες στο πρόσωπο• αυτά
Σκέφτομαι και άλλα πολλά
Όταν – κοινό μυστικό μόλις πέφτει το σκοτάδι –
Παλεύουν με το στανιό να μου δώσουν τσιγάρο
Άγνωστοι στα γνωστά στέκια τής οχλόπολης
Που εδώ και χρόνια αξίζει μόνο
Ένα καλό φτύσιμο στο στόμα•