ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ να γίνω ισότιμη
καθρεφτάκι ο χρόνος που φόβισα
ολοστρόγγυλο σαν τις φωνές
που αφήνω στα χέρια σου
να οργώνουν βαθιά τη σιωπή.
Αεράκι απ’ τα μέσα η φωνή σου
κι ονόμασε
— Πώς να μιλήσω; —
***
ΓίΝΟΝΤΑΙ ΚΑΠΟΤΕ απάτητες κορυφές τα σώματα
όταν τα όρια σκεπάζονται
που ήξερες μ’ ομίχλες
κι από τις παιδικές μας ιστορίες
γλιστρούν φαντάσματα τα γέλια
που όλο έρχονται
και αφοπλιστικά σού κατοικούν τα μάτια.
Δεν υπάρχει ύστερα χώρος αρκετός για έρωτα,
η πόλη με τις σκιές της όλες ταξιδεύει
αφήνοντας σπαράγματα κολόνες οριζόντιες
αετώματα καφενείου τραπεζάκια.
Χαλάσματα Θησείο απόγευμα
κι ο Κολωνός αλλού.
Το σάλεμα της ρίζας
και το όργωμα
σε πέτρας σπλάχνο.
*Από τη συλλογή “Ανέμου”, Εκδ. Πλανόδιον, 1999.
Reblogged this on Manolis.