Το θλιβερό γεγονός τρέχει,
λάμπουν μελαγχολικά τα μάτια του παιδιού,
μες στη νεκρική σιωπή ξεπηδούν απόκοσμοι ήχοι,
κακαρίζει, ασελγεί η κουκουβάγια,
τίποτα δε συναρμολογείται.
Το παιδί κοιμήθηκε με το χέρι στο στήθος, μια μεγάλη πληγή ανοιχτή.
Κανείς δεν υπάρχει, τεθλασμένο τοπίο,
μια μαύρη τρύπα, η γραμή στον ορίζοντα
Τέλος.
***
Η θλίψη είναι απλή
σαν τους λευκούς τοίχους του νεκροτομείου, η θλίψη είναι άυλη
μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα του μυαλού,
μαζεύει ενέργεια και μετά αβίαστα
τη διοχετεύει σ’ όλους τους πόρους του κορμιού.
Τι να κάνεις μπροστά σε τέτοια οργανωμένη ενέργεια,
η παγίδα εδώ ηχεί προαιώνια,
η σάλπιγγα του πόνου μεταδίδεται σαν τη φωτιά στον άνεμο
και συ παγιδευμένος,
μουσκεμένος νωπό αίμα,
ρουφάς τη θλίψη σου κοιτώντας από ψηλά…
Η αυτοχειρία είναι πράξη βίας.
Λένε…
Παρακολουθώ τον θάνατό μου να αιωρείται,
την πληγή μου να μαζεύει καύκαλο,
να διαιωνίζεται επικίνδυνα,
να κρύβει τον ήλιο.
Και η επιτύμβια πλάκα γράφει:
«Αναπαύεται εν ειρήνη».
Συχωρέστε την.
Είναι καλά.
Είμαι καλά.
*Από τη συλλογή “Πέμπτη Διάσταση”, Εκδόσεις “Γνώση”, Δεκέμβρης 1984.