Θα ’ρθείς όταν οι πλαγιές
θα ’χουν μαυροφορεθεί,
τα κύματα θα ’χουν στερέψει
από άρμη και αφρό,
τα ξάρτια σχισμένα,
θα βρουν τον προορισμό της ταφής,
οι άσπρες πέτρες της θάλασσας θα ‘χουν χαθεί,
ο ουρανός δεν θα νογά γαλήνη,
μήτε δάκρυα θα πετά,
έρεβος θ’ ανατρέψει τον αμείλικτο χρόνο.
Θα γύρεις το ρόπτρο
μα θα ‘μαι ανίκανος να νοιώσω οποιονδήποτε ήχο.
***
Αφού οι λιόχαρες ακτίνες
λεμφατικές εγίναν,
αφού τα χρώματα του χούμου
και των πόντων ξέθωρα, τείνουν να χαθούν,
η απάθεια την αδικία υπερκέρασε,
αργυρώνητος ο γλυκαχός της ηδονής,
στην αγορά πανάκριβα αιδοία αναφρόδιτα.
Κι ο θάνατος ο κορυστής
μονάχος του την πλήξη αντιπαλεύει.
***
Άνικμα αδιέξοδα
καλούν και ζωγραφίζουν,
της ανοδίας φριμαγμοί
ιδροκοπούν τους στοχασμούς κεντρίζουν.
Της γηθοσύνης, εύθραυστο κλαδί,
νύμφες σαγήνης, άδεια ευνή.
Ω καταδίκη! Αναμονή
σε δολερό επέκεινα.
Κωνστάντια! Λήδα! Έρκυνα!
***
Ας δοθούμε στην Απόπειρα,
αγνοώντας τη λιπόψυχη Έκβαση,
ας ακλουθήσουμε των φυγάδων ίχνη σβηστά.
Κυβεία εσύ πανέμορφη! Ανήθικη, σεπτή,
ελεύθερη, ηδονική,
ανεπανόρθωτη χαρά,
εχθρά Εστίας συμφορά.
Στους εξωμότες του ονείρου.
Λογοπαίκτης από γενιά χαρτοπαικτών.