Κραυγές του γερανού. Φτερά ανοιχτά.
Μας χαιρετά. Μας γνέφει αναχωρώντας.
Είχε κι αυτός ελπίδες, έγνοια αληθινή.
Είχε κι αυτός φωλιά.
Δεν είναι μόνος. Πετούν κι άλλοι ατο πλάι του.
Όλοι μαζί κινούν για ξένο τόπο.
Κι όσοι δικοί μας θέλησαν να πάνε σ’ άλλη γη
να πάνε σ’ άλλη θάλασσα, όπως
και να ’χει, με την απόφαση των γερανών τρομάζουν.
Το ξανασκέφτονται έπειτα. Λεν: «Πάρτε με κι εμένα».
Βλέπουν κενές δυο θέσεις μες στις τάξεις τους:
«Σταθείτε. Αυτές είναι για μας». Θέλουν να γίνουν ένα
με των πουλιών το σμήνος. Στο μεταξύ
ο ήλιος αναδιπλώνεται. Ποιος παίρνει την ευθύνη;
Ίσα που άγγιξαν των γερανών το ύψος,
σταχτί σύννεφο τους καταπίνει.