Αν κελαηδάει, έχει καλά
μ’ αν έχει σωπάσει μέσα σου ο ποιητής
άσε τους άλλους όμορφα να κάψουν τα φτερά τους
στο κάτω-κάτω εσένα τι σε κόφτει;
Τους καρπούς σου γεύτηκα κρυφά
πού να ΄ξερες, μεθύσι απ΄ τους χυμούς σου
και στις ρίζες σου ούτε που κοίταξα
αν είν’ γερές, για χρόνια θα φυλλορροείς
κι αν σάπιες, ούτε που νοιάζομαι
συ θα σωριαστείς ανάσκελα
και γύρω σου θα παίζουνε κρυφτούλι τα χαμίνια
για σκέψου όμως
οι τελευταίοι σου καρποί
πόσους θα φαν τα πρόβατα
πόσους θα λιώσει η ζέστη
μα τα κουκούτσια βαθιά θα φυτευτούν
κι είθε
το σπέρμα σου να ‘ναι γερό
βαθιές να δώσει ρίζες
πάλι αν ξανάρθω, να σε θυμηθώ
συ που καμένος ήσουν
κι ακόμα καίγεσαι
δε θυμάμαι να ζήτησες νερό
μόνο φωτιά ζυγώνεις
μα, άσε με
το θάνατο μου ήσυχα να πιω
κι αν τον φιλήσω
εσένα τι σε κόφτει;