Ο παλμός της θάλασσας
είναι η αιώνια πομπή
που τυλίγει
τα σκορπισμένα όνειρά σου και τα σφίγγει δυνατά
σαν δεύτερη καρδιά
Τα κύματα
χαράζουν βαθιές γραμμές στο μέτωπό σου,
τρυφερά
με το φώσφορο
του νεόγυμνου φεγγαριού
αποθηκευμένο
κρυφά, προσεχτικά
ανάμεσα στα
μισοκαμένα κάρβουνα και τις τσουλουφλισμένες ελπίδες, στις
σάπιες πατάτες και τις
ραγισμένες στάμνες γεμάτες
σκότο
Τα κύματα καλύπτουν
απολύτως τίποτα –
τα ξεσκεπάζουν όλα
σαν μωρά με πυρετό,
σου ξεκουμπώνουν
το τελευταίο σου πουκάμισο
στα χείλη τους
και σου ράβουνε το στήθος
με τη γλώσσα μιας αλήθειας
ξεχασμένης…
Οι πληγές πού ‘μείναν
ανοιχτές
κλείνουν μόνες τους
στον ήλιο, στην αλμύρα, και τα φύλλα των βιβλίων
που αδιάστηκαν στις μπαλωμένες τσέπες σου – σε
χωράφια και οικοδομές, σε φάμπρικες, λιμάνια – γίνοτνται
βάρκες
με ‘να καλοκαιρινό σούρουπο που
πιάνει ία χάρτινα πανιά τους
εκεί που ταξιδεύουν
μεσ’ στου κήπου τ’ αυλάκια ανάμεσα στις πιπεριές
και τα φασολάκια
ΒΩΜΟΣ
Απλό το μεσημεριανό τραπέζι,
ελιές, ψωμί, και ρέγκα –
το μελωμένο φως
απ’ της κουζίνας το παράθυρο απλώνει το τραπεζομάντηλο του
σαν ‘να λαμπρό πανί
που κάνει αυτά τα πρόσφορα
χρυσαφένια, σκονισμένα
με διαμάντι.
Απλός όμως ο ναός
και βαθιά η πείνα μα η καρδιά απέραντη,
απέραντη και η ελπίδα
που πεθαίνει τελευταία
και οι βαθιές ρυτίδες
στην άκρη των σκοτεινών σου ματιών
γίνονται δάχτυλα
που σκαλίζουν με ματωμένα νύχια
την αιματόφορτη γη
ψάχνοντας το πρόσωπό σου
χαμογελαστό και να βρίσκουν μόνο ‘να πηγάδι
γεμάτο ξερή νύχτα
με τα βλέφαρα σου κλεισμένα
απ’ τα πετράδια μιας αργόπορης αυγής
με ρίζες μπηγμένες
στις κόρες σου
ως που
να νομίζεις πως βλέπεις
τ’ άστρα ψηλά πάν’ απ’ το κεφάλι σου για να μπορείς να πάρεις
άλλη μια ανάσα…