(I)
ΤΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ ΤΗΣ ΠΛΟΚΗΣ
Δεν με χωρά ο χώρος και η χώρα
Προτιμώ να κάνω σκέψεις μόνος μου
Ο άνεμος με βελόνα και κλωστή
Μπαλώνει την αγάπη
Και των κοριτσιών το τραύλισμα
Αν ήμουν λυρικός όλα θα ήταν αλλιώς
Η μαμά θα με αγαπούσε σαν κουταβάκι
Ο μπαμπάς θα με πρόσεχε απ’ τον τάφο του
Μα γράφω τώρα ένα ποίημα για τη δυσεντερία
Μυρίζω σβουνιές από μαντριά
Κοιτάζω την κουλουριασμένη στύση μου
Τον κουραδοκόφτη σου να νιώθει κανονικός βασιλιάς
Ω παπαρούνα κόκκινη σα βάλανος
Είμαι μεσσίας, προφήτης, θυμωμένος πατέρας
Ένας ξεπεσμένος γαμιάς
Που προσπαθεί να τον χώσει στο στόμα της
Είναι άρρωστη από καρκίνο η χώρα μου
Φυτεμένη μέσα σ’ ένα κονσερβοκούτι
Με χώμα και φακές
Σάπιοι μπουρζουάδες με τα σάπια δόντια τους
Σχεδιάζουν δοξασμένους λοιμούς
Πατατοφαγία εκσπερμάτωση
Ω παπαρούνα σου γράφω ωδές
Κάτω απ’ τα γαλάζια σύννεφα της Βαβυλώνας
Σε ξεριζώνω αφού διαθέτω εξουσία
Σε μυρίζω τώρα
Όλο θειάφι και μαγγάνιο πετρέλαιο και πληγές
Σειρά σου τώρα νε με μυρίσεις
Να μου διαβάσεις ποιητικές συλλογές
Για πούτσους και μουνιά
Σοσιαλισμό του αγρού
Να μου μάθεις πως ψαρεύουν πέστροφες
Με τρύπιο σακί στον Αχέροντα
Πασπαλισμένη με αλεύρι
Τηγανισμένη σε βούτυρο
Μια γλυκιά γεύση αφήνοντας
Όπως τα φιλιά της Εσμεράλδας
(II)
ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΝ ΚΕΡΔΙΣΑ
Θα σου εξηγήσω τι εστί κολποραφή και βάτεμα Ιοκάστης
Τον θάνατο τον κέρδισα
Τον ήλιο τώρα πολεμώ
Λάσπες κορδέλες κοριτσάκια περιβόητα
Κλαίνε ποτίζουν γλάστρες
Βάζουν δάχτυλο
Στην πιο γλυκιά τρυπούλα τους
Ας είναι λες που ξεκουρδίστηκε ο λυγμός
Ας είναι τα ζουμιά μας μυρωδάτα
Κι οι καταχνιές μες στα θολά Λονδίνα
Ας είναι του μαγκούφη πόνου η αγρύπνια
Όπως ο κώλος της μαϊμούς
Δράματα με ψωλές και αιδοία
Το άγριο λαθρεμπόριο του έρωτα
Οι λέξεις πάλι
Οι προικοθήρες οργασμοί
Οι αβάτευτες κλουβίσιες ονειρώξεις
Θα σου εξηγήσω την ανθηρή χυσιά της ευστοχίας
Μπούτια μαντεία του ζεστού εκτροχιασμού
Μπούτια της εταιρίας λογοτεχνών
Μπούτια μιάς αγνώστου ταυτότητος Μαρίας
(III)
Ο ΖΕΦΥΡΟΣ ΜΑΚΡΙΑ ΣΤΙΣ ΒΡΥΩΔΕΙΣ ΟΧΘΕΣ ΚΑΤΟΥΡΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
Έγραψες πολλά ποιήματα
για το θάνατο στο κινητό σου
Στο μετρό κάτω απ΄ τη μύτη συλλογισμένων αμνών
μετά τη δουλειά
Έγινες ο μακελάρης
που σκοτώνει τα αφροδίσια με περίστροφο
Ο σκύλος που σκοτώνει τη γάτα
κι η γάτα που τρώει τον ποντικό
Έγινες η ταφόπλακα
που γράφει όλες τις πομπώδεις βλακείες των ζωντανών
Ο ζέφυρος μακριά στις βρυώδεις όχθες
κατουρά την όμορφη πατρίδα μας
Εσύ γράφεις πάλι για το θάνατο
γι΄ αυτή την εμμονή που την έκαναν ποίηση
οι αγγλοσάξονες και οι μεθυσμένοι
Όμως ο θάνατος ο αριστοκράτης ο ηδονιστής
χαρίζει μπισκότα με σοκολάτα στα κοριτσάκια
Τραβά τις αιμορροΐδες απ΄ τον κώλο των αστών
σα να τραβά την περόνη
*Αναδημοσίευση από το Εξιτήριον: https://exitirion.wordpress.com/2020/10/23/antonis-antonakos-3-poems/?fbclid=IwAR30tr17jJUpAe6YRaQFIUNVXYdlp3o6J0RK4ixPEHUgHD_p3cofieHZCic#more-13306
Reblogged this on Greek Canadian Literature.