Χρήστος Κολτσίδας, Τρία ποιήματα

ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Σύριζα κόβει ο άνεμος των κλαδιών την τόλμη

κι ο μικρός δρυοκολάπτης ακόμα πληγώνει

τον κορμό της καρυδιάς.

Σύριζα ανάβει κι ο ήλιος ό,τι το μάτι του πιάνει

Και μια που το αναθρέφει

μια που το καταποντίζει πάλι

στο χώμα.

Είναι σ΄ αυτό το χωραφάκι του κόσμου που κολατσίζουνε

-κουρασμένο απ΄ τη δουλειά αντρόγυνο-

ο Θάνατος ο θεριστής και η σπορίτισσα η Ζωή.

Κι ήτανε πίσω από τα βάτα τότε

που κάποιος έκανε το τρομερό το κλικ

– με όλα του τα δάχτυλα.

Κι από το φλας, για μια στιγμή

γυρίσαν όλοι να κοιτάξουν.

***

ΑΠΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Κι αν ήπιες κάποτε με τον Θάνατο καφέ

και δεν το ξέρεις;

Κι αν πέρασε από μπροστά σας η Ζωή

και μόνο Αυτός της χαμογέλασε;

***

ΑΠΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Μα ακόμα κι αυτή η Περσεφόνη θα συνήθισε

τη θέα των νεκρών.

Κι ίσως από μέσα της χαμογελούσε.

Σημάδι πως μεγάλωσε και ξέχασε

το ηλιοφώτιστο λιβάδι

Και τα λουλούδια της που μάζευε ντυμένη στα λευκά.

Για έναν θρόνο θα μου πεις τα ξέχασε

κι όχι για λίγα σπόρια ρόδι.

Τώρα όμως που έμαθε τα πράματα

-και από πρώτο χέρι-

σίγουρα μονολογεί κάθε που κατεβαίνει:

“Είναι απλώς ο Θάνατος.

Είναι απλός ο Θάνατος”.

*Από τη συλλογή “Βροχή περασμένη”, εκδόσεις Μελάνι, 2020.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s