Λαμπριάνα Οικονόμου, Από τον “Καγκελάρη”

[χειμώνας άγρια βραγιά και η πέτρα γλύφει πέτρα-

όπου σκαλίζει χέρι: γκρίζο φως- και μπουρμπουνάρι 

κρύβεται σαλεύοντας με χώμα — τσιάφι ασήμι στερεύουν 

ήλιο τα βουνά, γκρεμίζει ο θόλος ξένε-μα. και αυτός:]

Βουίζει πυρετός από τη Λάκκα ώς το Βεστφάλεν 

και πορφυρά καμίνια χωλαίνουν το φεγγάρι-

αγρύπνια τανυσμένο μέταλλο και η γυναίκα 

του Εμίν ζυμώνει με το σχόλασμα — μητέρα, 

στον ύπνο σε φωνάζω Γιάσμιν 

και είμαι διχαλωτό κλαδί σε σπίτι 

αράχνη — τι με γκρεμίζεις 

η σκιά μου; Χάσκουν λευκά παράθυρα 

—βολβοί ξεχειλωμένοι— και η καγκελόπορτα: 

EINTRITT VERBOTEN [δεν δίνω σώμα στον Βορρά],

Τσούκκα τραχιά στις ράχες της αγρίμι δεν σηκώνει

μόνο γεράκια απλώθηκαν ακίνητα φτερούγες

και τα κοιτώ αντικρυστά’ θυμίζουν τους δικούς μου: 

αγέρωχοι, απρόσιτοι να τρώνε τ’ άγρια νιάτα

μαύρο πουκάμισο φορούν ιδρώτα ματωμένο 

— βαραίνει η περπατησιά τ’ ανθρώπου που είναι 

ξένος

[ντύνεται και ο παγετός τον άγριο θάνατό του: 

σπαρτό καρδιά και χτύπος της μαζί κοκαλωμένα-

βρίσκει την ώρα και χυμό αρπακτικά το κρύο και 

ό,τι σε φως ανδρώθηκε πάει και το σκυλεύει — η 

κόσια ξέρασε σκουριά πάγος στη μαύρη πείνα:]

Ντίσελντορφ δύναμη άδυτο 

στον δούλο ουρανό: 

σύννεφα και αφράτο χιόνι λύσσα.

Το μεσημέρι είναι εγώ σκυλί 

και μηχανή αντίλαλος- κρατώ φωνή 

κάτω από σφεντάμι και ό,τι σκουριάζει σε ανθό: 

στήμονες φως, πύρινα βάθη — έκθετος ξαφνικά 

σε μέλλοντα οβίδα: εδώ που στέκομαι- κι εδώ που 

πέφτει.

*“Καγκελάρης”, εκδόσεις Κοβάλτιο, Μάιος 2020.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s