[χειμώνας άγρια βραγιά και η πέτρα γλύφει πέτρα-
όπου σκαλίζει χέρι: γκρίζο φως- και μπουρμπουνάρι
κρύβεται σαλεύοντας με χώμα — τσιάφι ασήμι στερεύουν
ήλιο τα βουνά, γκρεμίζει ο θόλος ξένε-μα. και αυτός:]
Βουίζει πυρετός από τη Λάκκα ώς το Βεστφάλεν
και πορφυρά καμίνια χωλαίνουν το φεγγάρι-
αγρύπνια τανυσμένο μέταλλο και η γυναίκα
του Εμίν ζυμώνει με το σχόλασμα — μητέρα,
στον ύπνο σε φωνάζω Γιάσμιν
και είμαι διχαλωτό κλαδί σε σπίτι
αράχνη — τι με γκρεμίζεις
η σκιά μου; Χάσκουν λευκά παράθυρα
—βολβοί ξεχειλωμένοι— και η καγκελόπορτα:
EINTRITT VERBOTEN [δεν δίνω σώμα στον Βορρά],
Τσούκκα τραχιά στις ράχες της αγρίμι δεν σηκώνει
μόνο γεράκια απλώθηκαν ακίνητα φτερούγες
και τα κοιτώ αντικρυστά’ θυμίζουν τους δικούς μου:
αγέρωχοι, απρόσιτοι να τρώνε τ’ άγρια νιάτα
μαύρο πουκάμισο φορούν ιδρώτα ματωμένο
— βαραίνει η περπατησιά τ’ ανθρώπου που είναι
ξένος
[ντύνεται και ο παγετός τον άγριο θάνατό του:
σπαρτό καρδιά και χτύπος της μαζί κοκαλωμένα-
βρίσκει την ώρα και χυμό αρπακτικά το κρύο και
ό,τι σε φως ανδρώθηκε πάει και το σκυλεύει — η
κόσια ξέρασε σκουριά■ πάγος στη μαύρη πείνα:]
Ντίσελντορφ δύναμη άδυτο
στον δούλο ουρανό:
σύννεφα και αφράτο χιόνι λύσσα.
Το μεσημέρι είναι εγώ σκυλί
και μηχανή αντίλαλος- κρατώ φωνή
κάτω από σφεντάμι και ό,τι σκουριάζει σε ανθό:
στήμονες φως, πύρινα βάθη — έκθετος ξαφνικά
σε μέλλοντα οβίδα: εδώ που στέκομαι- κι εδώ που
πέφτει.
*“Καγκελάρης”, εκδόσεις Κοβάλτιο, Μάιος 2020.