Νέφους διαβάτη, ανάσα μου, μέ μαχαιρώνουν.
Μιά μελωδία μέ συντηρούσε κι είναι θλιμμένη.
Δεν τούς προφταίνω.
Θάβουν τό πρόσωπό μου
σέ άλλα μέρη μέ φυσούν όπου σιωπή
τριγύρω κανείς δέν μέ γνωρίζει.
Περιπατώ πλάι σου καί είσαι αλλιώτικος.
Συγγενεύεις μέ μορφές ονειρικών γυναικών πρόσωπα τυραννισμένα σέ θυμίζουν.
Πλησιάζω καί ώχριάς
σφιχτά τά βλέφαρα, τά χείλη σου δροσίζουν
τον τρισχειρότερο εμένα πού μέ ξέρεις
άπ’ την αρχή μου καί θυμάσαι.
’Έπιανα τό χρυσοπότηρο μέ τό άριστερό
κι έτρωγα μέλι άπ’ τις χούφτες σου μεθώντας.
Τώρα, σέ άντικρίζω άλλα εις μάτην
άναζητώ τά μάτια σου.
Μέ βλέπεις, τό πιστεύω
άκλαυτο ρίγος στερνής αγκαλιάς
εσύ ή ανάποδη τού «έσο έτοιμος».
Νεύματα, νάρκη, ό πυρετός μου
ή τής αυριανής γδαρμένη πρώτη νότα
βλέμματα κουρνιασμένα καί τραυλισμοί μεσημβρινοί
θ’ άπομακρύνεσαι.
Γρύλοι καί νυχτοπούλια μάς κουβεντιάζουν τώρα.
Κι έτοιμος δέν υπήρξα.
* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Οροπέδιο”, Τόμος 1 – Τεύχος 4 – Χειμώνας 2007-2008, σελ. 499.