Τώρα μέσ’ άπ’ το στήθος μου περνάς
μέ άνοίγματα ερημιάς
άφήνοντας χρυσά νομίσματα
σαν ήλιος μέσ’ άπό κοφίνια
πού τα ξεπάτωσε ή σιωπή,
άμνημόνευτη άλλιώς σ’ αΰτοΰς τούς τόπους.
Για κείνο τό άσπρο άνάμεσα του τρία
καί του τέσσερα χρεώθηκα βροχές
τό αίμα δυο άσβών πίσω άπό σκοινά
καί μια γονυκλισία μέρες του ’Ακαθίστου,
να μήν είναι θάνατος οΰτε ενωμοτία
του Σεπτέμβρη
οΰτε ή μπόλια του μεσημεριού
απλωμένη άνάμεσα του ΰπνου των άλογων.
’Έτσι θά περιμένεις Μάη ’Ιούλιο
ίσως καί Αύγουστο
κάνε δυο δεκαετίες μέ κολεόπτερα και βάλε
μπορεί καί αιώνα
μήγαρις βγω άπό νερά άλλοιωμένος
καί γίνει φως καί γίνει σκότος
ήμέρα πρώτη τής δημιουργίας.
(1972)
*Από τη συλλογή “Διήγηση” (1974).
Artwork: Christopher E. Manning