ΒΑΡΟΥΣΑΝ ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ…
Βαρούσαν δώδεκα… και ήταν δώδεκα
χτυπιές τσαπιού πάνω στη γη…
… Η ώρα μου! -φώναξα-… Η σιωπή
μου αποκρίθη: – Μη φοβάσαι·
δε θα την δεις εσύ να πέφτει την τελευταία σταγόνα
που τρεμοπαίζει στην κλεψύδρα.
Θα κοιμηθείς ώρες πολλές ακόμα
επάνω στην παλιά ακροποταμιά,
κι ένα καθάριο πρωινό θα βρεις
τη βάρκα σου δεμένη στην άλλη όχθη.
***
ΠΗΓΑΣΟΙ, ΩΡΑΙΟΙ ΠΗΓΑΣΟΙ
Γυρίζετε, γυρίζετε, αλογάκια ξύλινα
VERLAINE
Πήγασοι, ωραίοι πήγασοι,
αλογάκια ξύλινα.
………………………….
Εγώ εγνώρισα μικρός
τη χαρά να φέρνω γύρους
σ’ ένα κόκκινο αλογάκι,
μία νύχτα της γιορτής.
Μες στο σκονισμένο αγέρα
σπινθήριζαν τα κεριά,
κι έκαιγε η γαλάζια νύχτα
ολοκέντητη από αστέρια.
Παιδικές χαρές που κάνουν
όσο μια τρύπια δεκάρα,
όμορφα αλογάκια, ωραία
αλογάκια ξύλινα!
***
ΚΗΠΟΣ
Μακριά απ’ τον κήπο σου καίει το απομεσήμερο
χρυσά λιβάνια με πορφυρές φλόγες,
πίσω από το σταχτί, χάλκινο δάσος.
Στον κήπο σου έχει ντάλιες.
Καταραμένος νά ‘ναι ο κήπος σου!…
Σήμερα μοιάζει έργο κομμωτή,
με το φτωχό, καχεκτικό του φοίνικα,
κι αυτόν εκεί τον πίνακα από μυρτιές κουτσουρεμένες…
και την πορτοκαλίτσα στο βαρέλι της…
Το νερό της πηγής
δεν παύει να γελάει πάνω στο άσπρο κοχύλι.
*Από το βιβλίο “Antonio Machado, Ποιήματα”, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2009. Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος.