
Φωτογραφία: Édouard Boubat, A Gentle Eye, 1970
Κανείς δεν ξέρει πια τι είναι η αγάπη.
Κάνεις δεν ξερει στο θεό τι συνέβη.
Μετά τα μεσάνυχτα, οι αδελφές και οι λεσβίες
Ξεχύνονται στους δρόμους των παλιών μπορδέλων,
Σαν σπειροχαίτες σε ένα ηλίθιο μυαλό.
Οι απατεώνες ολοι χάθηκαν από την πόλη.
Θυμάμαι τις ώρες που πέρασαν
Μιλώντας μαζι σου για τις ανοησίες
Του κόσμου που καταρρέει και τις κτηνωδίες
Της ράτσας μου και της δικής σου,
Ενώ οι άρρωστοι, οι ανώμαλοι, οι κακομούτσουνοι,
Ήρθαν κι έφυγαν, κι εσύ τους τακτοποίησες
Και τους εδωσες να καταλάβουν,
Και τους ξαποστειλες με λίγη αίσθηση
Ηλεκτρικής ζωής από τα ακροδάχτυλά σου.
Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει το γλυκό σου κορμί
Η τα γαλήνια ευγενικά σου αισθήματα,
Ή τον χαμογελαστό σου έρωτα
Υποθέτω πως το άγγιγμά σου κράτησε πολλούς άντρες
Όσο ήταν δυνατό στα συγκαλά τους.
Κάθε ώρα όλο και λιγοστεύει τούτο το άγγιγμα στον κόσμο.
*Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς.
Reblogged this on Manolis.