VII
Γράφω πάνω στο λυκόφωτο τραπέζι στηρίζοντας βαριά τή γραφίδα πάνω στο στήθος του, σχεδόν ζωντανό, πού κλαίει μέ λυγμούς και θυμάται τό δάσος πού γεννήθηκε. Τό μαύρο μελάνι άνοίγει τα πλατιά φτερά του. Ή λάμπα έκρήγνυται και σκεπάζει τά λόγια μου ένας μανδύας άπό κρύσταλλα θρυμματισμένα. Ένα κοφτερό κομμάτι φως μοΰ κόβει τό δεξί μου χέρι. Έξακολουθώ νά γράφω μέ τούτο τό σκίσιμο πού άναβλύζει σκιές. ‘Η νύχτα μπαίνει στο δωμάτιο, ό άπέναντι τοίχος προτείνει τό πέτρινο ρύγχος του, πελώρια άέρινα τύμπανα μπαίνουν άνάμεσα στο χαρτί καί στη γραφίδα. Καί μιά άπλή μονοσύλλαβη λέξη θ’ άρκούσε ν’ άνατινάξει τον κόσμο! ’Αλλά τούτη τή νύχτα δεν ύπάρχει χώρος ούτε γιά μιά λέξη παραπάνω.
XIV
Δύσκολα προχωρώντας χιλιοστό χιλιοστό κάθε χρόνο, φτιάχνω ένα δρόμο μέσα άπ’ τό βράχο. ’Εδώ και χιλιάδες χρονιά τα δόντια μου τρώγονται και τα νύχια μου σπάνε για να φτάσω πέρα, στην άλλη πλευρά, στο φως, στον ελεύθερο αέρα. Και τώρα που τα χέρια μου αίμορραγοΰν καί τα δόντια μου τρέμουν ετοιμόρροπα, σ’ ένα κοίλωμα, φαγωμένο άπ’ τή δίψα καί τη σκόνη, σταματώ καί άτενίζω τό έργο μου: Πέρασα τό δεύτερο μισό τής ζωής μου σπάζοντας τις πέτρες, τρυπώντας τα τείχη, γκρεμίζοντας τις πύλες καί παραμερίζοντας τα εμπόδια πού έβαλα άνάμεσα στο φως και σε μένα στη διάρκεια του πρώτου μέρους τής ζωής μου.
*Από το βιβλίο “Οκτάβο Πας Ποιήματα”, Εκδόσεις Ηριδανός, Οκτώβρης 1986. Μετάφραση: Μάγια-Μαρία Ρούσσου.