Ήταν στιγμές
που περπατούσα ανάποδα στην όψη μου.
Χέρια χαράζαν το δέρμα από μέσα.
Νύχια γαμψά
απ’ τη λαχτάρα μου να δω.
Χαράδρες σκάβαν βαθιά τα δυο μου μάτια.
Εσείς
ανυποψίαστοι
κομψοί
σχοινοβάτες του ύπνου.
Κι εγώ
μια λέαινα
δίχως δέρμα
με το αίμα πηχτό ποτάμι στα μετέωρα μάτια
και τα χέρια ξέπλεκα δίχτυα
σε θάλασσα δίχως ψάρια.
Τα σκότωσε όλα το αλάτι που δεν ήταν αλάτι
μα σκόνη.
Τα έστειλε στα βουνά να γυρεύουν ανάσα.
Ψάρια δίχως βράγχια
εκλιπαρούσαν γι’ αέρα απ’ τα μάτια.
Έχεις δει ψάρια με μάτια ανθρώπου;
Εγώ τα είδα
στην απόκρημνη πλαγιά.
Ήταν εκεί.
Μου μίλησαν με ανθρώπινη λαλιά.
Μου λέγανε πως στέρεψε η αρμύρα από τις θάλασσες
το νερό τους στυφό
κι ο αέρας φαρμάκι.
Με κοιτάζαν με μάτια ανθρώπου
κι εγώ
ένιωσα ξαφνικά τον αέρα να εισβάλλει μέσα μου με πόνο
και δε βαστούσα να κοιτάξω στα μάτια σας.
Άνθρωποι
Συνεπιβάτες μου
Δίχως ντροπή κλέψατε τα γυάλινα μάτια των ψαριών
Τα φοράτε με καμάρι
Κι αυτάρεσκα υψώνετε το δάχτυλο
Να με δικάσει.
*Από την ομώνυμη συλλογή, σε εκδόσεις Βακχικόν, 2016.