ΔΙΑΤΡΗΤΟ φύλλο,
επουλωμένο με αίγλη και υμνωδία,
οπλίζω τον καρπό μου στα ιοστέφανα των καιρών.
Κατάντικρυ βόσκει η ίδια θυμηδία.
Πριν δοθούμε στο μέλημα
της υπέρτατης χλοερής παύσης,
το αδιαπέραστο ενώνει με κάτι το άπειρο.
Έχει το χρώμα της Άνοιξης,
ακράτητο γυρίζει πίσω, μα είναι πάντα εδώ,
σε όψεις που ρίγησαν πρώτες
απ’ το άντρο ενός σκύμνου
στις διαφορές, που χορεύουν όμοια,
σα νηστικές μπαλαρίνες.
Στα αλλοπρόσαλλα ζώπυρά πάθη δοξασίες γητευτών παραμέρισαν τις εσοχές.
Να λογιστούμε δε θέλουν τους ελεητικούς χτυπους του Εσπερινού.
Ν’ αμοληθούμε με λαφυρένιους χρυσόσταυρους απ’ της γιάμπολης την εκατόμβη, να ζώσουμε την πυρολάτρισσα ύπαρξή μας στην αγαπημένη του νοτιά πνοή.
Διάτρητο φύλλο, πόσο σε γνωρίζω!… Πές μου
να μάθω, σε ποιον θ’ ανήκει ο σταυρός.
ΞΕΚΟΥΡΑΣΟΥ σ’ αυτό το πρόχειρο ύψωμα,
μεγάλη ζυγωμένη πέτρα.
Αυτό το ξέχωρο άκουσμα,
που σφίγγει το σώμα σου,
έρχεται απ’ το αχολόγημα
του αποσπερίτικου μικρού δειλινού.
Μη φοβάσαι:
Αυτό είναι το δικό μου ατέλειωτο μεγαλείο,
το υπέργειο όραμα της εύφορης κοιλάδας μου,
με το απέραγο της αφθονίας έλπισμα,
ανάγερτο του λόγγου το στιμμένο βράδυ.
Ένα γλυκολέμονο
νοσταλγώ στο δουλικό της φωτιάς μου πανηγύρι,
ένα τσιγγάνικο καραβάνι,
άντεγμα του βροχερού φθινόπωρου,
να μεθάει με βιολιά κορίτσια μπροστάρικα
στα πετρωμένα ανεμοτράγουδα του όμορφου πολεμιστή.
Ξεκουράσου, γέφυρα των εύκαιρων ποταμών,
πέρασμα ευωδιαστό εύμοιρου καιρού.
Μιας άλλης καταιγίδας θά ‘σαι σύννεφο.
Τήραγε την παιδεμένη μέρα, ψυχή της νεκρής κοιλάδας.
Ξεκουράσου!…
*Από τη συλλογή ‘Επι γης ειρήνη”, Εκδ. “Δίπτυχο”, Αθήνα, 1983.