Ήταν το 1963 όταν η Μις Σάνον,
χτυπώντας το ξεσκονόπανο στο καρφί του πίνακα
που ήταν σκεπασμένος σχεδόν από ένα σύννεφο κιμωλίας,
είπε “Προσέξτε τα βιβλία σας, κορίτσια,
αλλιώς, θυμηθείτε τα λόγια μου, θα καταλήξετε
στο κλωστοϋφαντουργείο”.
Δεν ήταν μόνο ότι μερικές από τις μανάδες
των κοριτσιών δούλευαν ήδη στο κλωστοϋφαντουργείο
ή ακόμα ότι το ίδιο έκανε η θεία μου
και πολλές γειτόνισσες, αλλά
ότι αυτές οι λέξεις, “θα καταλήξετε”, έκλεβαν
από την εργασία την αξιοπρέπειά της.
Όχι ότι το ήξερα τότε,
όχι μ’ αυτά τα λόγια -εργασία, αξιοπρέπεια-,
αυτά είναι συλλογισμοί,
νόημα εκ των υστέρων που αποδεικνύουν ωστόσο
ότι η δασκάλα είχε δίκιο
κι αυτό κανείς δεν το ξέρει όπως εγώ.
Αλλά τις “είδα”: θείες και γειτόνισσες
δεμένες σαν κοτόπουλα
πάνω σε μεταφορική ταινία,
ραμμένες με τον τρόπο που η γιαγιά μου
έραβε τη γέμιση από φασκόμηλο και κρεμμύδι
στα πουλιά.
Οι λέξεις μπορούσαν να μαδήσουν,
να σ’ αφήσουν γυμνή,
με τα όμορφα αστραφτερά φτερά σου να έχουν φύγει.
*Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ποίηση”, τεύχος 25, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2005. Μετάφραση: Σ. Καμπουρόπουλος.