Πάλι ξαρχής το πρόβλημα
αίμα ξερό άγριο στάχυ
πέρα δώθε ή φτερούγα σύγκρυο
τό σανίδι άναίσθητο
οι ουσίες πάλι
καί πάλι.
Κατέβαινε ώς τα περίχωρα
ώς τα πρώτα σπίτια μέ τ’ αγρίμια
έμπαινε
έκοβε τα ειδώλια στο εικονοστάσι έφευγε.
Για τής άστροφεγγιάς
του υπερτέλειου θηλαστικού την ανασύνθεση
άρκοϋσε λέει έκεϊνο τ’ άπολίθωμα στα προσχωσιγενή
οί δυό λέξεις σου: είμαι μόνος.
Πότε μίλησες;
ποιόν αίώνα είπες; τί είπες;
Στό ράφι άφωνα τα πήλινα
Τί τή θέλεις τήν έξήγηση;
άσ’ το πιο καλά στο έτσι στο άσχετο
σαν πού πήρε, στην άρχή σκυρόδεμα,
να χτίζεται το πρόσωπό σου,
ύστερα σηκωμός
καί τώρα πάει ανέμη.
Να προβλέψεις λέει τα τριξίματα
τό βάρος λέει μιας σκιάς
πού ήταν να πέσει πάνω σου απο τη
μια στιγμή στην άλλη
καί πού τότες θά ’μενε στη μέση
άτέλειωτο
καί πού άπ’ ολους πρώτα θά φεύγανε
τά τρωκτικά άπ’ τό φεγγάρι
σάν πού κάνουν πάντα στά ναυάγια
ύστερα κάτω άπ’ τήν πόρτα μας τό φάκελο
ό πλειστηριασμός πού ορίστηκε
γιά τις δεκάξι…
Άσώματος τού δέκατου εξιλασμού
στον πάτο πιθαριού
άναπαμένος μες στο λάδι
τί τή θέλει τήν έξήγηση
ό Όπούντιος;
(1973)
*Από τη συλλογή “Διήγηση” (1974).