Μεσάνυχτα· φεύγω
Βαθειά
στ’ άπατα νερά
στο παρθένο έρεβος
των εκπλήξεων της φαντασίας.
Μεσάνυχτα φεύγω — κατα το ήμισυ αυτοεξόριστος
Κι οι δρόμοι οι φυγάδες
Τρελλά κανάλια υπόγεια
Υπόγειων θαλασσών.
Μες από σκοτεινές στοές του ήλιου.
– αχνά φωτισμένες από δίσκους σελήνων
Κι αστέρια νήπια
Ζωγραφιστά —
Ιδού ο δρόμος κι η οδός
Για τις πλούσιες σε ίριδα ουράνιες στέππες…
Μες απ’ των λέξεων τις ερήμους
Ο δρόμος ιδού
Για τη Νήσο Ουτοπία της Ποίησης.
Απλά πράγματα
ακρίδες και ρετσίνι
Η λιτή
Τροφή
Του
Ταξιδιώτη
Μοιάζει μαγεία
Ο τρόπος που σμίγουν η αλήθεια με το ψέμα.
Η πυκνή ομίχλη κι οι ηλεκτροφώτιστοι δρόμοι
του Λονδίνου
Με τη πόρνη του Μπουένος Άιρες
Που μ’ έμαθε ταγκό. Μεσάνυχτα και τότε που
— Ρίψασπις
κατά τό ήμισυ ένας ρίψασπις —
Πρωταγαπήθηκα σ’ ένα κρεββάτι
Γιομάτο δάκρυ και δηλητήρια·
Θυμάμαι ακόμη
Κι εκείνο το μοναχικό τσιγγάνικο βιολί π’ αρμένιζε
Σε γαλήνια ψευταπέλαγα ευτυχίας και
σπανιόλικων κιθάρων.
Κι από γραμμές που χάραξεν ο ρους του Μαγγελάνου
Να ‘μαι στο μεθυσμένο βασίλειο, που ψάχνω, των ονείρων.
Ο ρήγας μου ‘δωσε το θρόνο του
Τη τιάρα του
Μου ‘δωσε το σκαραβαίο του
και το μπαστούνι του από καθαρό χρυσάφι
και για ενα βράδι ολάκερο
«Εσύ θά ‘σαι ο άρχοντας», μου λέει,
«Σε τούτο το βασίλειο».
Χαράματα γυρνώ,
Καμπούρα γριά στριμμένη, μ’ άσπρα και κίτρινα μαλλιά
Κι έχω μαζί μου χρυσάφι της ανατολής
Και μήνυμα της άγνωστης έβδομης ηπείρου.
Χαράματα γυρνώ,
μα το ταξίδι δεν τελειώνει,
Πάλι φεύγω
—μαζί κι ο ποιητής θα φεύγει—.
Σας βγάζω τ’ αλήτικο καπέλο μου
—μαζί κι ο ποιητής—
Κι εκεί στο κεφαλόσκαλο του ύπνου
Μεσάνυχτα φεύγω
Ξανά.
*Από τη συλλογή «22 Ποιήματα» Αθήνα 1982.