Το πλησιάζω με προσοχή,
μοιάζει να κοιμάται,
ανασαίνω βαθειά.. πρέπει να φάω.. να κοιμηθώ.. να ζήσω προτού ξυπνήσει.
Μόνο δυό βήματα μακρυά και το νοιώθω να σαλεύει πάλι.
Είναι Αυτό.. που αφήνεις κάθε φορά που φεύγεις.
Ένα τίποτα.
Απαιτητικό, απείθαρχο, ανυπόφορο.
Γράφω και του δίνω να φάει.
-Όχι
Πλάθω το χρόνο – μπάλα μικρή – και του δίνω να παίξει.
Τη σπρώχνει πέρα.
Πιάνω τα πινέλα. Με ψυχρά χρώματα του φτιάχνω μιαν Άνοιξη. Φτύνει και γελάει.
-Δες ! Έχω σανγκουΐνια που σ’ αρέσουν.
-Όχι σου είπα!
Του γεμίζω ένα πιάτο μουσικές.
Το κλωτσάει πέρα.
-Με τί να σε χορτάσω.. μου λες;
Μια σαλεμένη φωνή και το τίποτα.
Δυο παιδιά που πιάστηκαν στα χέρια προτού ο ύπνος τα νικήσει.
*Από τη συλλογή “Παγοθραυστικό”, Εκδόσεις Θράκα.
**Το σχέδιο της ανάρτησης συνοδεύει το ποίημα στο βιβλίο.