Οι δρόμοι της Αλεξάνδρειας είναι γεμάτοι κουρνιαχτό,
τραντάγματα από παλιές άμαξες κι ένα κλίμα
στεγνό και φλέγόμενο που πνίγει ό,τι αναπνέει.
Ακόμα κι ο μπάτης φέρνει γεύση αλατιού.
Στον λήθαργο του απομεσήμερου
ζει μια κρυφή αγωνία υγρασίας
κι ο μαγαζάτορας ψάχνει σε όνειρα, με επιμονή,
τη στυφή γλυκύτητα μιας γλώσσας που επινοεί το δέρμα.
Πίνει άπληστα το πικρό νερό του απογέματος
και ξυπνά κουρασμένος από εκείνο το έντομο που ζουζουνίζει επίμονα.
Χάνεται κι η φρεσκάδα του απογέματος
και το μοναδικό ίχνος της είναι αυτός ο νευρικός ιδρώτας
και το βουητό που λεπτό με το λεπτό δυναμώνει στα καφενεία.
Περνάν τ’αγόρια, όλα μαζί, χειρονομώντας ξαναμμένα
κι εκείνος ο άνθρωπος καταλαβαίνει
πως καμιά λέξη δεν θα δυνηθεί να κλείσει τη μορφή των.
Η νύχτα τότε σπαράζει και συγχύζει
μακραίνοντας την αγρυπνία του,
βαθαίνοντας τα βήματά του σε βρώμικα σοκάκια.
Θα τον εύρει η αυγή να παρακολουθεί συλλογισμένος
εκείνη τη σκούνα που ξανοίγεται απ’τον μώλο
και διασχίζει τον κόλπο πλέοντας προς το πέλαγος.
*Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος.