Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, από τις «Ωδές στον πρίγκιπα»

Στους κήπους της έπαυλης

Η θέση σου είναι στην Αθήνα, Πρίγκιπα
Το όψιμο φθινόπωρο στους κήπους της έπαυλης σε ξεγελά
και οι πικροδάφνες σου φυλλορροούν στο πέτρινο
κλιμακοστάσιο, σε ξενίζουν
ακούς τα παραδείσια πουλιά μες στις λακκούβες του νερού
χτυπάει εντός σου η μηχανική καρδιά της πόλης

Λες αύριο θα εκφωνήσω τον επικήδειο των ποιητών — και το αναβάλλεις
μικρές θαλάσσιες εκδρομές και τα βραδάκια λικνίζεσαι στις δισκοθήκες
η καρβουνόσκονη μόλις αγγίζει τα παιδιά της δυτικής ακτής
σήμαντρα δειλινού και άνθη λεμονιάς
μες στους δασώδεις λόφους της Αιώνιας Πόλης

Κι όμως η θέση σου είναι στην Αθήνα, Άρχοντα
μόλις ακούγεσαι μες στα παράσιτα και τους πομπούς
σ’ άκουσα χθες με άλλη μουσική να θρηνωδείς
η φωνή σου δεν άλλαξε, την ξέρω απ’ τον καιρό της διαδοχής
η νύχτα πέφτει

***

Ω, διορισμένε Πρίγκιπα, πόσο σε νιώθω

Ω διορισμένε Πρίγκιπα, πόσο σε νιώθω
δεν αποφέρω το ραγισμένο χαμόγελο σε κατάπληκτα πλήθη
τα ποιήματα που δεν θέλησες, προφασίζεσαι τύψεις
οι πεθαμένοι σού υπαγορεύουν τώρα τη δική τους φωνή

Καλέ μου Άρχοντα, τώρα ισχυρίζεσαι πως δήθεν δεν ένιωσες
το δάκρυ του μικρού οικοδόμου Δευτέρα πρωί
καθώς θα πεθάνει εργάτης, τάχα δεν πρόσεξες
το αίμα του λαβωμένου στις μισοφώτιστες αυλές
πάλι δεν έτρεξες
στο βογγητό μουσικού λαού σου σε υπόγεια κτίσματα
και προφασίστηκες αιώνια άνοιξη, αυτό τ’ ορκίζεσαι

Παιχνίδι αυτών που έσκυψαν στο πέρασμά σου ευλαβικά
Πρίγκιπα, πως δεν άκουσες γέλια ή ψιθύρους των παιδιών
τώρα τις αποφάσεις τους δεν γίνεται, πια δεν μπορεί να τις εγκρίνεις

***

Πρίγκιπα, η μέρα αργοσβήνει

Πρίγκιπα, ή μέρα αργοσβήνει στις χιονισμένες πλαγιές
κι εσύ οδεύεις ψηλότερα. Τα χέρια σου αγκάλιασαν
το τιμόνι. Τα μάτια σου πάγωσαν λίμνες και δάση
κοιτούν κουρασμένα τις άσπρες κορυφογραμμές
ώσπου ο ουρανός ν’ αστράψει τη νύχτα της Γέννησης
χρωματιστά παιδάκια στη δακρυσμένη σου σκέψη

Κι εμένα με στέλνεις στις λασπωμένες ακτές. Να εξάψω
τις φωλιές της αντίστασης στα χωριά και στα πνεύματα
μιας ηλιόλουστης χειμωνιάτικης μέρας. Μεθυσμένος
από μιαν ολονυχτία σε μισοφώτιστα μπαρ να ορκιστώ πίστη
κι ύστερα νι πεθάνω για σένα

Πρίγκιπα, γύρισα κι είδα τον άρρωστο ήλιο στις πορτοκαλιές
είδα τα νυχτολούλουδα στο παλάτι σου και τις κατάκλειστες γρίλιες
και τ’ άλογά σου συλλογισμένα να βόσκουν στη χλόη.
Γιατί τα κτήματα δόθηκαν για το τίποτα, τα οικόσημα
της αιώνιας βασιλείας σου στο εφήμερο αίσθημα.
Στις μαρμάρινες σκάλες, στα ανάκλιντρα μιας επίχρυσης
δόξας με πήραν τ’ αναφιλητά
το αίμα σου μάς δόθηκε, Πρίγκιπα, δε μας ανήκει.

* «Ωδές στον πρίγκιπα», Εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1991.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s