XLI
…άπλωσα xι άγγιξα
το σμήνος του κόσμου
μαζεμένο στ’ ακροδάχτυλα
στις προεξοχές ενός τούβλου
σκεπασμένο με λειχήνες
Εικόνα κιτρινισμένη
οι νύχτες της εφηβείας
τότε που το όλο της χαράς
τόπι ολοστρόγγυλο ήταν
χωρίς γωνίες, χωρίς ακίδες
έκανα μαζί του σάλτα
μ’ όλο το εύρος της ύπαρξης
Τώρα, λύγκας λευκός
μπροστά σε παγόβουνο που αιμορραγεί
ανασύρω απ’ τη σκιά του χρόνου
μια πέρδικα χαρά
χορεύουμε απαλά στους ήχους
ενός νεκρού συμβιβασμού
Η καρδιά ορτύκι λαλεί γλυκά με χάρη
προτιμώντας
τα χέρια του κυνηγού
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΑΛΜΑΤΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
***
XXVI
…τσουγκρίζω το ποτήρι
στον καθρέφτη
πίνω στα κύτταρα
της πρώτης ύλης
γράφω σύμβολο πίστης
για τη μοίρα των προνομιούχων
αθώα γυμνή
χωρίς το παραλήρημα των ρούχων
ορίζομαι εκάστοτε από στόματα
σφυρίζοντας αδιάφορα
κάτι παλιά κομμάτια
γλυκά παράφορα
Παίξτε κομπάρσοι
αλλάξτε κοστούμια στους νεκρούς σας
φυτέψτε τους
κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
ποτίστε τα κόκαλα
ν’ ανθίσουν οι ψευδαισθήσεις
εγώ ποτίζω τη δική μου
χαίρε λοιπόν ελευθερία
δεκτό το βέλος του δικαιώματος
στο χορό των χερουβείμ…
ΧΑΙΡΕ ΦΑΡΕ ΦΩΤΕΙΝΕ
*Από τη συλλογή “Ροκέ”, Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2019.