Οι ρίζες μου δεν ήρθαν από ‘κει,
το αίμα μου σε τέτοιες περιττέτειες
ποτέ δε στράφηκε- τι με ξελόγιασε
κι έτσι χωρίς πολλά πολλά ξεκίνησα
κι έφτασα ως εκεί που εσύ γεννήθηκες.
Να σου φέρω φως περίμενες,
επαρκώς να τροφοδοτήσω
την κυβική απαίτησή σου, μα πες μου,
πόσο φως να φανέρωνε ένα φακουδάκι
— κι όταν δεν είχα συντροφιά
εκεί να δεις στα σταυροδρόμια,
δεξιά κι αριστερά κουνούσα το φακό
με τον αχάριστο ξιφομαχούσα κόσμο
κι ας μ’ έβλεπες άστατο κι ανάερο
-άγουρος να παραμένω στον ίδιο τόπο.
Εσύ κρέμαγες την πρόσοψή σου
πάση θυσία την κρατούσες λαμπερή
αν και θαύμαζες — ακριβώς δεν εννόησα ποτέ τι
κοίταζες προσεχτικά
να μην ανέβει από πολύ βαθιά
η αλήθεια στο πρόσωπο να μη φανερωθεί.
Και στα γρήγορα δίχως καν να καταλάβω
βρήκες άλλον, ήρθε ντούρος, εργολάβος
τα λόγια του, η κορμοστασιά του,
το αστραφτερό μειδίαμά του —
Τότε βγήκε το φεγγάρι το παρήγορο,
έσβησα το φακουδάκι κι είδα τη σκιά μου
να μεγεθύνεται, σκαρφάλωνε τους τοίχους
ως τη σφαλισμένη πόρτα,
δίχως άλλο ένα σώμα εισαι ένα τίποτα
το τίποτα κοιτουσα οικείο κι απέραντο,
σπούσανε κύματα και χτύπαγαν στα πόδοαμου
τούβλα, πλακάκια, κεραμίδια,
σπούσανε κι έφτανε το πεπρωένο
πορφυρό κι αναλυτό.
Με του φεγγαριού την έλξη
λεύτερο κι ανώδυνο το αίμα μου περνούσε
μέσα στην αόρατη φλέβα του κόσμου.
Το σχήμα του, οι γύρες του
με ξανάρχιζαν αρτιμελή –
μπορούσα να χάνομαι και να ξανάρχομαι
μπορούσα και πέρασα
την πόρτα την κατάκλειστη αλλιώς.
*Από τη συλλογή “Το σκίτσο στην ντουλάπα”, Εκδόσεις Ενύπνιο, 2020.