Δεν θα σε προφέρω ποτέ, ρήμα ιερό,
κι ας βαφτούνε τα ούλα μου με χρώμα γαλάζιο,
κι ας βγει κάτω από τη γλώσσα μου ένας όγκος χρυσός,
κι ας χυθεί πάνω στην καρδιά μου ένας χυλός άστρων
και ας διασχίσει το μέτωπο μου το μυστικό ρεύμα των μεγάλων ποταμών.
Ίσως να έχεις κυνηγήσει προς τη νύχτα της ψυχής,
αυτήν την κατάληξη που δεν είναι δυνατό να φτάνει από καμιά λάμπα,
και δεν υπάρχει ίσκιος που να κατευθύνει την πτήση μου στο ξεκίνημα,
ούτε ανάμνηση που να ‘ρχεται από άλλον ουρανό για να ενσαρκώσει
αυτό το τραχύ χιόνι
που πάνω του αποτυπώνεται μοναχά το ξύσιμο του κλαδιού και το βογγητό του αέρα.
Και ούτε καν ένα ρίγος που θα ‘κανε να εξέχουν οι άλαλες πέτρες.
Έχουμε μιλήσει αρκετά για τη σιωπή,
την έχουμε παρασημοφορήσει όπως τον σκοπό της μεθορίου
σαν να κείτονταν εντός του η δόξα μετά την πτώση,
ο θρίαμβος της λέξης, με τη γλώσσα κομμένη.
Αχ, δεν πρόκειται για τραγούδι ούτε για αναφιλητό!
Έχω ήδη ονομάσει το αγαπημένο και το χαμένο,
ένωσα με την κάθε συλλαβή τα καλά και τα άσχημα
που φοβήθηκα να χάσω περισσότερο.
Στο μάκρος του διαδρόμου ηχεί, αντηχεί η ανθεκτική μελωδία,
αντιλαλούν σαν παρατεταμένη βροντή
λίγα νομίσματα πεσμένα από οπτασίες ή κλεμμένα στα σκοτεινά.
Η δική μας διαρκής μάχη ήταν κι αυτή μια μάχη μέχρι θανάτου
με τον θάνατο, ποίηση.
Έχουμε κερδίσει, έχουμε χάσει,
γιατί πώς να δώσεις ονόματα με το στόμα αυτό,
πώς να δώσεις ονόματα σ’ αυτόν τον κόσμο μόνο με το στόμα αυτό,
σ’ αυτόν τον κόσμο μόνο με το στόμα αυτό;
*Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας.