ΟΙ ΣΤΑΣΕΙΣ
Εισέρχεται μέσω του τοίχου στο δωμάτιό μου
Έρχεται πάνω από το προσκέφαλό μου σκύβει με φιλά
Κι αφήνει τ’ αυγά της να κυλίσουν μέσα στον οισοφάγο μου
Κι εκείνα αρχίζουν να επωάζονται να σπάνε
Ένα ηλιοβασίλεμα καβαλάρης σε ασπρόμαυρο άλογο
Μες στη νυχτιά καλπάζει λαμπατέρ τον δρόμο του φέγγει
Στο χέρι του κραδαίνει μια καταιγίδα ένα λεύκωμα
Μια μπρούντζινη καρδιά ένα εσώρουχο σημαία καδένα στριμωγμένη
Οι αλήτες ονομάσαν τη λάμψη των αστεριών καταρράκτη
Προκατασκευασμένα οικόπεδα με σκονισμένα παπούτσια
Μαυσωλεία που ξεπηδούν στο κορμί μου
Μου φέρνουνε φαγούρα και τσούξιμο στους όρχεις
Δικαστής σκώληκας γραφικός
Πτεροκυοφορούσες μητέρες
Ανδρείκελα ανέκφραστα εκφράζουν χαμόγελο
Ξανθοπυρωμένα ύδατα
Μακροσκελείς αμοιβάδες
Διάσπαση του ατόμου σε χειρουργικά κρεβάτια
Ένωση του πεπραγμένου πάνω σε τραπέζια δίχως πόδια
Λαβές που αιωρούνται πάνω απ’ τα κεφάλια των αστών ενός αστικού λεωφορείου Οι επιθυμίες ανεπιθύμητα επιθυμούν όσα ανεπιθύμητα μένουν
Μα τι στο καλό γυρεύει ο Μπρετόν στο μπαλκόνι μου;
***
TOΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ MOΥ ΑΔΕΡΦΟΥ
άφωτα
φώτα
στέκουν
πάνω
απ’ το
σεσουάρ
της
μητέρας
και βρέχει
τις παρανυχίδες του μέλλοντος που σχίζουν το δέρμα
της υποδιέργεσης
η σήψη κι η αποσύνθεση μου καίνε τα σωθικά
ελπίζω ο θάνατος να είναι πιο ανεκτικός μαζί μου
απ’ ό,τι ήταν η ζωή
τα κρεμμύδια κλαίνε σαν μωρά καθώς αυτοκαθαρίζονται
φώτα
άφωτα
φωτίζουν
χωρίς
λάμψη
τον
επιθανάτιο
ρόγχο
μου
*Από τη συλλογή “Τα θολωμένα μάτια της στίλβης, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Ιούνιος 2016.