Ξέρω ποιητές που μοιάζουν με κοτσύφια
την ώρα που τα σημαδεύουν.
Ξέρω στοχαστές που γλείφουν με πάθος
τη κρεμμάλα πρωτού περάσουν την θηλιά
στο λαιμό τους.
Ξέρω δασκάλους που σαλτάρησαν
και κρύφτηκαν πίσω απ’ τις διαιρέσεις.
Ξέρω ηθοποιούς που ελπίζουν
να ξεγελάσουν τον θάνατο.
Ξέρω ζωγράφους που στράγγισαν το αίμα τους
σε μια άχρωμη παλέτα.
Ξέρω ήρωες που χέστηκαν απ’ το φόβο τους.
Ξέρω κι ένα σωρό που τα κατάφεραν.
Και τι κατάφεραν άραγε ;
Κοσμούν πάρκα και πλατείες
με κάτι μανδύες απο λευκό
κι άψυχο μάρμαρο.
Κι αν δεν έχει τα μάτια ανοικτά
του δήμου ο υπάλληλος
φυτρώνουν χορτάρια δίπλα τους
και γεμίζουν τα σμιλεμένα μούτρα τους
με κουτσουλιές
καθώς κάνουν τα πρωινά την βόλτα τους
τ’ αδέκαστα περιστέρια.
*Από τη συλλογή “Εμείς”, Εκδ. Παλινωδίαι.