Μήνες και μήνες πληθαίνουν άμορφοι
και ξεχαρβαλώνουν σιγά σιγά το σκελετό μου,
ανοίγουν κάθε τόσο την ντουλάπα και ξεμυτούν
οι παλιοί μου εαυτοί – κουλούρα στον κατήφορο
με σπρώχνουν — άμορφη να σβήνω μάζα
να λιγοστεύουν και τα νεύρα τη δύναμη του νου
καθώς ο πανικός το μέτωπό μου διαρρέει:
φτου κι απ’ την αρχή γίνομαι ξανά μικρό παιδί
κι άντε μάθε το σώμα σου ξανά να κουμαντάρεις
Μήνες και μήνες δίνω παρών στην ανεργία
και γεμίζει η κάρτα αυτοκόλλητα
-αύριο τσιρότα απ’ την πληγή θα τα τραβώ-
μήνες και μήνες για να βρω
δίμηνη δουλειά στο σκουπιδιάρικο
άδειαζαν τα φορτηγά και σήκωναν ένα σωρό σκουπίδια
γύριζαν τα φορτηγά
κι η σκόνη έπλαθε τον Άγγελο.
Ποιοι ‘ναι αυτοί που τρίβουν τα χέρια
σαν υπογράφουν της φάμπρικας να μείνει
μονάχα το κουφάρι; – σκεφτόμουν
κοιτώντας τον Άγγελο στο τζάμι-
ποιοι ‘ναι αυτοί που κουνούν τα χέρια
και κρατούν το χρήμα στο ρυθμό τους να χορεύει;
Τρίβουν τα χέρια
και κυκλοφορεί στην επιφάνεια το χρήμα
όπως στο λουλούδι ο χυμός με λίπασμα τη φτήνια
που πληθαίνει τ’ ανθρώπινα ερείπια-
κάστρα που κάπως κατόφεραν και σήκωσαν οι πρόγονοί μας.
Άμυνα.
*Από τη συλλογή “Το σκίτσο στην ντουλάπα”, Εκδόσεις Ενύπνιο, 2020.