Ο ΚΟΥΡΕΛΗΣ
Στην προκυμαία τα παιδιά Πήγασοι πετούσαν
και οι πατέρες στη θάλασσα Ποσειδώνες
Τα κορίτσια Γοργόνες στους βράχους και η μάνα:
— Καιρός να θυσιάσω
καιρός να βάλω τα μαύρα
Μπροστά οι σαρισσοφόροι και πίσω το ιππικό
ανάμεσα οι εργατοπατέρες
Με το αεροπλάνο της γραμμής φτάσανε οι τραγοπόδαροι
με τους αγίους και η μάνα:
— Ακούς εκεί να μας κλείσουν στα σπίτια θυσιαστήριες
μέρες μόνο και μόνο για να καταθέσουν στέφανο
στο άγαλμα της ελευθερίας και πότε θα δείξω το αίμα
του παιδιού – μου στον κόσμο;
και έσφαξε στην κλειστή αυλή το μικρότερο παιδί – της
Νάτος και ο κοντός Κουρελής να μου πει πως όλα αυτά
δεν έγιναν και είναι ψέμματα εκτός απο εκείνον
— Όχι δεν είναι ψέμματα και θα σε βγάλω απο τη μέση
— Δεν θα με βγάλης και αν το κάνεις πάλι θα με βάλεις
ό,τι και να κάνεις σε έχω στον ντορβά – μου
Η μάνα εξαντλημένη απο το σφάξιμο
ακουμπούσε το κεφάλι στο σώμα του γιού – της
Μια γειτόνισσα της έφερνε χόρτα του βουνού να καθαρίσει
— Κρυώνω έκανε ο Κουρελής πατέρας
καί τον σκέπασα παρατηρώντας τα χείλια – του ν’ αργοσαλεύουν.
***
ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ
Σταθήκαμε έξω από το σπίτι
Αναμνήσεις και τα βάθη και τα ύψη
Πήγαινε να βραδιάσεί’ το σύννεφο μαβί μετά γκρίζο
Η στιγμή φανερώθηκε’ δειλός ήλιος
Το σπίτι φωτίστηκε απαλά ρόζ στην αρχή
Τα ίχνη έσβηναν μόλις πριν απο την πόρτα
Το βάζο και το φώς και το παράθυρο και το ρούχο
Θα μείνω ώς να ρημάξει
Στάθηκα μακρυά πήγαινε να βραδιάσει
Να μήν έρχονται όχι να μήν έρχονται οι στιγμές
που επιθυμούμε
Γερνάμε γερνάμε μές στις πολυπόθητες στιγμές – μας.
* Δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Τράμ”, Δεύτερη Διαδρομή, τεύχος 1, Θεσσαλονίκη 1976. (σελ. 33).