Ενώ ο Νέρων κοιμάται ήσυχος και ακμαίος
μέσα στο εξαίσιο σφρίγος της ομορφιάς του
οι μικροί του Λάρητες που έχουν ακούσει τη βοή των Ερινύων εγκαταλείπουν
τρομαγμένοι το λαράριο.
Πώς και πότε θα ξυπνήσει;
Έτσι μίλησε ο Ποιητής.
Εγώ μονάρχης του τίποτα, ούτε του ίδιου μου εαυτού,
χωρίς τη θαλπωρή του εβένου με την ψυχρή θωπεία
μιας λάμπας πετρελαίου ακούω κι εγώ ήχους
από πέδιλα ή βήματα, όμως μικροσκοπικά.
Δεν αφυπνίζομαι. Έχω ξυπνήσει από ώρα και δεν περιμένω άλλη φρίκη
πέρα από την καθημερινή.
Ούτε έχω να διατάξω κάποιον δούλο
να μου κόψει τις φλέβες. Τίποτε δεν με ταράζει. Ακούω
το τρέξιμο ενός ποντικού. Παγίδες
δεν είχα στην κατοχή μου ποτέ.
*Μετάφραση: Νάσος Βαγενάς