ΡΑΘΥΜΟΣ
Ήταν συντετριμμένος
μιλούσε για αυτόν χωρίς να τον αποκαλεί
με τ’ όνομά του.
Καταλάβαινα πως
η κουβέντα ήταν για το γέρικο σκυλί εκείνου,
του γέρου αφέντη.
Απέναντι μου κάθεται.
Τη δεύτερη εβδομάδα του ψύχους
βρήκε τον σκύλο του νεκρό.
Τον περιμάζεψε, τον έθαψε,
έβαλε ένα σταυρό πάνω στα σκληρά χώματα.
Κάπνισε ένα τσιγάρο
για να φύγουν τα σεκλέτια
και μου τα συζητούσε
σα να ήμασταν από χρόνια φίλοι,
με συγκίνησε
όταν με κοίταξε στα μάτια και είπε :
«Τον έβλεπα τελευταία, ήταν ράθυμος».
«Ράθυμος»,
«Τελευταία ήταν ράθυμος»
επαναλάμβανα στη διαδρομή προς το σπίτι.
Τι όμορφα που μιλούσε για το θάνατο
ο γέροντας αφέντης του σκύλου.
Εξιστορούσε το τέλος
σα να είχε τη γεύση του παρατημένου πικραμύγδαλου.
Φοβισμένος για τον θάνατο που δεν κατονόμαζε
και με μια ντροπαλή όρεξη για ζωή
τα είπαμε και αυτή τη φορά
κι όλο κοντοστεκόταν να με αποχαιρετήσει…
***
ΤΟ ΚΑΔΡΟ
Υπέροχα στέκει η Βροχή σα μπαίνει ο ήλιος στο ίδιο κάδρο.
Το φως στολίζει τη στιγμή και στάγδην ανανεώνει τη διάθεση.
Φως απαραίτητο θερμό, δάνειας δροσιάς σταλίδα.
Βροχή στοιχείο τονικό, φίλτρο του ήλιο σ’ είδα.
Μες το νερό που κολυμπώ χοροπηδά η βροχή
και όμορφα απλώνει τα θαυμαστικά της
πάνω στη φλούδα του Αιγαίου.
*Από τη συλλογή «Πεζολίβαδα», Εκδόσεις Θράκα, Οκτώβρης 2017.