Του Δημήτρη
Άντρας πια εσύ σωστός κι άξιος γιος,
έρχεσαι μόνο σαν παιδάκι στα όνειρά μου,
σαν να φροντίζεις μην τυχόν
και μεγαλώσουμε μαζί,
να μη μας πάρει από κάτω ο χρόνος.
Γιατί στα μάτια σου ακόμη καθρεφτίζονται
γλάροι που λάθεψαν νομίζοντας
μέσα σ’ αυτά πως είναι η θάλασσα.
13.2.2012
***
Ηρόδοτος, με την ψυχή στο στόμα
«Νόμε, μεγάλε βασιλιά της λευτεριάς μας,
άνθισες πάνω στα βουνά,
εβίγλισες σε κάμπους,
πετάρισες σε θάλασσες,
γεφύρωσες ποτάμια,
πώς και ξεπουπουλιάστηκες,
τι θα ’χει ο Δημάρατος να λέει;»
Μουρμούριζε με τους παλιούς ρυθμούς ο γέρων
τα δόντια σφίγγοντας πεισματικά,
μην του ξεφύγει η ψυχή από το στόμα.
Απερχόμενος
άνοιξε δρόμο σκεπτικός
ανάμεσα στο αγανακτισμένο πλήθος,
γύρω του οσμιζόμενος καπνούς
που άχνιζαν ακόμη απ’ τις φωτιές
ενώ κατέρρεαν με τριγμούς μαδέρια, τοίχοι,
παρασύροντας τις μαύρες στις προσόψεις ζωγραφιές.
Αθήνα, 2013
*Από τη συλλογή “Ο αχός και ο βυθός” , Εκδόσεις Κέδρος, Μάρτιος 2016.