Εμείς, σύντροφοι, κοντοσταθήκαμε για να διαβάσουμε το
ποίημα που έλεγε ότι δεν θα προλάβουμε.
Κι έτσι δεν προλάβαμε.
(Όμως τι καίριο, πόσο εκπληκτικό
το ποίημα.)
*
Δεν υπάρχει αρνητική εσωτερική ζωή. Υπάρχει πλουτισμός.
Συσσωρεύω φθινοπωρινά φύλλα. Συσσωρεύω
αγρούς, ξυράφια, εργαλεία στραγγαλισμού, το βοτσαλάκι
του φυσικού πόνου.
*
Ψάχνοντας το αντίθετο του ποιήματος γράφω το ποίημα.
*
Όσο ταΐζω αυτό εδώ το κτήνος, τόσο εκλεπτύνεται.
Κι όσο εκλεπτύνεται, τόσο πιο κτήνος γίνεται.
*
Αισθάνομαι ότι πρέπει να πληρωθώ για όλες τις εργατοώρες
που ξόδεψα γράφοντας ποιήματα, αλλά ποιο άραγε
να ’ναι τ’ αφεντικό μου;
(Νεκροί που κοιμούνται / ένα στενό διάστημα απαλλαγής μέσα στη μοίρα /
πουλιά εργοδότες τ’ ουρανού / το δέντρο της έκλαμψης / μια χαλασμένη κασέτα
με ηχο-γραφημένες οδηγίες…)
*
Κάποιος ξέρει το πραγματικό μου όνομα: Μια κατάφαση
εν είδει φοβερής, παρηγορητικής σκιάς με σκεπάζει
καθώς στέκομαι ακίνητη απέναντι του. Αυτή η σκηνή
θα επανέλθει σαν υπνικό παραλήρημα: «πρέπει να πεις
τ’ όνομά μου», «πρέπει να πεις τ’ όνομά μου».
*
Το καλό ποίημα είναι τοξικό. Έχουν σφάξει μέσα του
το γουρούνι της αγάπης. / Στο αίμα μου κυλάει ο φόβος
της Παλαιάς Διαθήκης.
*
Τα ποιήματά μου απευθύνονται στην τερατώδη ψυχή του
κόσμου. Ένας φίλος από συραμμένα κομμάτια ελέους.
*Από τη συλλογή “Ο ταμίας του θεού”, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Οκτώβρης 2019.