κατέβαινα τον λοφίσκο στη Νικουριά
με το λευκό ξωκκλήσι
ένα καμπαναριό δυο ξύλινοι στύλοι
κι ένα δοκάρι που τους έτεμνε
η καμπάνα σαν το κεφάλι
του καταδικασμένου στο ικρίωμα
έτοιμο να κατρακυλήσει στην πλαγιά
το έβλεπα ότι αυτή η λέξη
αυτή η εικόνα εκεί και τότε ήταν βέβηλη
όμως το ικρίωμα δεν έφευγε
από τη γλώσσα ή τη σκέψη μου
κι ήταν η λέξη η λέξη ή η εικόνα ακόμα δεν μπορώ να πω
και έφυγα τρέχοντας από τη λέξη και την εικόνα κατρακυλώντας
εγώ το κομμένο κεφάλι μέχρι τη μικρή παραλία
εκεί όπου δυο νέοι ένα αγόρι και ένα κορίτσι
έπαιζαν με τα νερά γυμνοί μέσα στη θάλασσα
τα κορμιά τους λαμποκοπούσαν
του γαλάζιου αγλαΐσματα λαμπύριζαν τα νερά
κι έτσι όπως την κρατούσε πάνω στον ώμο του
τα οπίσθιά της έλαμπαν
θεέ μου πώς έλαμπαν στον ήλιο
και τα πόδια της έλαμναν στον αέρα
το ικρίωμα έσβησε η λέξη ή η εικόνα δεν ξέρω
και έμεινε το υπόλοιπο της μέρας
χαρισμένο στα υπέροχα οπίσθια του κοριτσιού
που δεν είναι πια εικόνα
αλλά ένα κατακόκκινο καρπούζι
που βάλθηκα να τρώω λαίμαργα
με τους χυμούς του να τρέχουν στο στήθος μου
και να μη με νοιάζει
δεκάρα δεν έδινα για τους κόκκινους λεκέδες στα ρούχα μου
*Από την ενότητα “Γυναίκες δίχως τόπο” που περιλαμβάνεται στη συλλογή “Ώσπου έγινε μπλε”, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Μάιος 2019.