3.
Κάποτε
η θλίψη είχε έναν ρομαντισμό.
Ένα ακίνδυνο κρυμμένο παράπονο.
Μια λυπημένη γοητεία
που δεν άφηνε κατάλοιπα,
παρά μόνο γεννούσε το αύριο
εκ νέου.
Με θράσος και χαμόγελα
πνιγμένα σε δάκρυα μιας βιαστικής παιδικότητας.
Πλέον
είναι μονάχα ένας άδειος μονόδρομος.
4·
Στο στόμα μου
φιλοξενώ
χιλιάδες μεταλλικά στρατιωτάκια
που μάχονται
ενάντια στη φωνή μου
και λεηλατούν
τα αποθέματα της σκέψης.
Αρπάζοντας ήχους και μνήμες.
Βιάζοντας τις αισθήσεις.
Καίνε το σούρουπο.
Στιγματίζουν το σώμα.
Ένα άδειο δωμάτιο
που από λάθος κατοικώ.
Μόνος.
Μια ξεχασμένη συνήθεια
που αντέχει
κόντρα στις αλλαγές των εποχών
κι επιμένει ανεξάντλητα
να καταπίνει τον χρόνο.
*Από τη συλλογή “Ερασιτέχνες εμπρηστές”, Εκδόσεις Απόπειρα, 2017.