το σκιάχτρο
Το σκιάχτρο παρέμενε στο ίδιο σημείο. Τα τεντωμένα χέρια του, κάτι τσουγκράνες σκουριασμένες, κυοφορούσαν α-διαλείπτως την ελπίδα μιας πελώριας αγκαλιάς, μιας επίγειας με το άλλο ένωσης. Ακλόνητο περίμενε κι άφηνε τις μέρες να γλιστρούν μες στ’ αχυρένια σπλάχνα του. Δεν είχε αντιληφθεί πως σκοπός του ήταν ν’ αποστρέφει.
πρωτίστως
δεν είχε αντιληφθεί πως
δίχως σάρκα
τα χάδια φαρμακώνουν
Κατάφερε ωστόσο τ’ όνειρό του να βιώσει. Το λυπήθηκε κάποτε η φιλεύσπλαχνη φωτιά και τ’ αγκάλιασε με θέρμη.
***
σιωπή πολυτελείας
Μαύρα σακάκια φόραγαν, τύποι πελώριοι, θαρρείς κρύβαν ξυλοπόδαρα μες στα μπατζάκια τους, τύποι με τιθασευμένες φαβορίτες, γυαλιστερά μουστάκια και σιδερωμένες μούρες. Σ’ έναν πάγκο στη μέση της πλατείας είχαν απιθώσει ζυγαριά πολυτελείας. Απερίσπαστοι, στον ένα ζυγό έβαζαν σιωπή και στον αντικριστό χρυσάφι.
Όταν ισορρόπησε η ζυγαριά, αναφώνησαν με δέος η σιωπή είναι χρυσός. Έγχαροι σφήνωναν χρυσάφι στις μασέλες τους και μοιράζαν βουβαμάρα.
κι έπαιρναν οι άνθρωποι
ξεχνώντας πως
η κούφια σιωπή
δεν επουλώνεται
κακοφορμίζει
*«Σκλήθρα», Εκδόσεις Εκάτη, 2018.