ΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΛΑΜΨΕΙΣ
«…οί σπίθες […] φτάσανε ως τους
ουρανούς, γίναν αστέρια».
Αργύρης Χιόνης, Εσωτικά τοπία
Μην κοιτάς, μου ’λεγες, με γυμνό μάτι
τις εκτυφλωτικές λάμψεις των συγκολλήσεών μου.
Μα εγώ συχνά σε ξεγελούσα
για να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι το μέγεθος της ζημίας.
Κατά τ’ άλλα πειθαρχούσα
αν και σ’ ενοχλούσα με τις συχνές ερωτήσεις μου.
Δεν ήξερα, φερ’ ειπείν, γιατί κάθε τόσο
χτυπούσες με τη βαριά τα πυρακτωμένα μέταλλα
ούτε μπορούσα τότε να καταλαβω
γιατί μ’ έβαζες με μια βούρτσα σκληρή και με λίμες
ν’ αφαιρώ σχολαστικά τη σκουριά
από τις επιφάνειες των μετάλλων.
Αν και τώρα καταλαβαίνω πως το μικρόβιο της σκουριάς
το φέρουν εκ συστάσεως και το παίρνουν μαζί τους.
Τουλάχιστο μένουν οι λάμψεις
και τα φευγαλέα παιγνιδίσματα των σπινθήρων
που σε κλάσματα δευτερολέπτων ψύχονται
κι αμέσως κατακάθονται
με βαριά καρδιά στο πάτωμα
σαν ταπεινά ρινίσματα σιδήρου.
***
ΑΠΟΣΤΕΙΡΩΜΕΝΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
Το νυστέρι της μνήμης.
Ήταν οι λεκέδες στο πάτωμα
και τ’ άλογο με τα διάτρητα φτερά.
Περγαμηνές στους διαδρόμους
σταγόνες λεμονιού
και νίψον ανομήματα
σε μυστικούς νιπτήρες
όπου με χίλιες δυο προφυλάξεις
τις μνήμες εμποτίζουν
με τα δραστικά της λήθης υγρά
ώσπου να μη θυμάσαι τ’ όνομά σου.
Δισκία, ενέσεις, περικοκλάδες
λευκοντυμένοι Σαμαρείτες
με τ’ αποστειρωμένα αισθήματα.
Κι εμείς κοιτούσαμε σκυφτοί
εκείνα τα πουλιά που λοξοδρόμησαν.
Κι οι σταγόνες της βροχής
μας κυνηγούσαν δίχως έλεος.
Φαρμάκι!
*Από τη συλλογή «Δοκιμές συγκολλήσεως», Εκδόσεις Φαρφουλάς, Ιανουάριος 2013.