Στόν Γιώργο Μαρκόπουλο
Δέ θά σκεπάσεις Γιώργο έσύ τόν Πάμισο
καί ’γώ δέ θά σκεπάσω τόν Άμφίτα
λιγνό άδερφό του παραπόταμο.
Δέν είναι δά κανά κρεββάτι
γιά νά τραβήξεις τό πρωί άπό όχθη σ’ όχθη ένα σεντόνι
καί νά πεις “ό,τι έγινε δέν έγινε”.
’Εδώ όλα λούζονταν στό φώς.
Λιγνά παιδιά καί μπακιρένιες γύφτισσες
καί οί δικές μας νά ’ρχονται, αχ Τζάνε ποταμέ,
νά πλένουν, νά λευκαίνουνε,
νά χαίρονται άσπρα γόνατα
δώρο θεοΰ λιγάκι γύμνια, πού κάποτε
μάτια δειλά καί διψασμένα τή ρουφούσαν.
Έδώ όλα λούζονταν στό φώς.
Δέ σκέπασε τόν ’Αλφειό ό Γιώργης ό Παυλόπουλος,
τόν άφησε μές στίς σελίδες νά κυλάει.
Δέ θά σκεπάσεις Γιώργο έσύ τόν Πάμισο
καί ’γώ δέ θά σκεπάσω τόν Άμφίτα,
γιατί έφερε κατεβασιά θολό νερό
πνιγμένα ζώα
πήρε σπίτια,
έσυρε μιά γλυκομηλιά
δυό άδέρφια άγκαλιασμένα.
*Από τη συλλογή “Νερά απαρηγόρητα”, έκδοση Πλανόδιον, Αθήνα 2004.