Καμιά φορά σταματάς μες στη λευκόχροη έκταση. Οι λόφοι πασπαλισμένοι με την άμμο του χρόνου και το φεγγάρι να θρύβεται. Η επιθυμία εκτείνεται στον ορίζοντα αποδεκατισμένη, κατάλοιπα θλιβερά στρατού ηττημένου, πτώματα αμέτρητα σκουλήκια τσακάλια σκυλιά – ο Ερμάνουβις με τον Αϊ-Χριστόφορο αλυχτάν κάτ’ απ’ το δακτυλίδι μιας δαγκωμένης πανσέληνου που διακλαδώνεται δυσοίωνα στο στερέωμα. Και τότε τα μάγια σου σταματάνε τον χρόνο και τον τέμνουνε κάθετα. Μια όαση που δεν το ξέρεις αν είν’ οφθαλμαπάτη αναφαίνεται από το πουθενά. Δέντρα ψηλά καθάρια νερά χλόη πουλιά κρυμμένα μυστικά. Έχει στα χείλια κάτι το χιλιαστικό κι ανασαίνει αχόρταγα έναν παλιό Θεό. Γυρίζω να σε δω. Η επιθυμία γεννιέται ξανά, ανοίγουν οι ουρανοί και τ’ όραμα κυβερνά. Ανδρίζου και πρόσμενε. Σε πιάνω απ’ το χέρι και βαδίζω μπροστά.
***
Η πόλη μας θα ’ν’ αστέρια και κρίνοι, τουλούπες καπνού και φτερά, ο ίσκιος μιας χουρμαδιάς στη σελήνη, μια κρήνη, η πατημασιά μιας γαζέλας στην άμμο, τα γέλια στη σιγαλιά, η φεγγαροντυμένη κόρη να περπατά στο μέσον της λίμνης, Ουριήλ με μυριάδες φτερά να κατεβαίνουν στρατός και να πίνουν απ’ τα ουράνια νερά, κομήτη ουρά, και η έλαφος να την πλησιάζ’ υπερήφανα, ρήγισσα σε ρηγάτα μακρινά, ιχνογραφώντας τις επιφάνειες κι ενσταλάζοντας σε κάθε βήμα της λόγια αειφόρα φυλακτά.
*“Η μονωδία της έρημος”, Eκδόσεις Kέδρος, 2019.