ΧΧΙΙΙ
Στη Μ.Φ.
Κι αν στέκεσαι έξω από την πέτρα
με μάτια κόκκινα
και σταυρωμένα χέρια
μια ιστορία σε συμπαρασύρει
σαν Απόκοπος κι εσύ
από τη λύπη
να σπάσεις το δεσμά του χρόνου
και να περπατήσεις στον Άδη
μέχρι εκείνος να σε βρει και
να ρωτήσει μ’ αγωνία
«είναι λιβάδια δροσερά,
φυσά γλυκύς αέρας;»*
Τότε ν’ απαντήσεις
«Έλα μαζί μου γιόκα μου
να σε γλυκοφιλήσω
να σ’ αγκαλιάσω στην καρδιά
τον χτύπο μου ν’ αφήσω
γιατί είν’ λιβάδια δροσερά
φυσά γλυκύς αέρας
μα δε μου κάνει αποθυμιά
να βγω να περπατήσω
ούτε στα μάτια μου σφιχτά
τη γλύκα να σφαλίσω
Γιατί είναι η μάνα άδικο
να χαίρεται τη φύση
και το παιδί της να χαθεί
αιώνια στη δύση
Έλα μαζί μου γιόκα μου
να κλέψω από τον χάρο
την ομορφιά τη χάρη σου
μαζί μου να σε πάρω»
*Από τον Απόκοπο του Μπεργαδή, στ. 91.