Στη Ζάλκα* ή μάνα μου
Πρασίνισε, κοκκίνισε
Πονεμένη γεννήθηκα
Οί γυναίκες έβαλαν τά ροΰχα τους άλλιώς
Χλόμιασαν οί λαμπάδες
Απ’ την κρύα φωτιά του βλέμματός μου
Κάθε καλοκαίρι
Σοΰ μιλούσα γιά τό σιτάρι που θερίζεται
Μαυρίζουν στον κάμπο
Μαυρίζουν άπό μέσα τά τραγούδια της εποχής
“Αχ Θεέ
Έσύ ό πρώτος ποιητής
“Οταν γεννήθηκα τί έκανες;
Στά όνειρα τού παρελθόντος
Έκείνο τό ώραίο φεγγαρόφωτο
Κάποτε φιλοξενήθηκε στή Ζάλκα
Έκεί άμφισβήτησαν τήν παρθενικότητά μου
Θρήνησα
‘Όπως τό κλάμα ενός μωρού
“Εκατσα θλιμμένη
Ξημέρωσε
Στή Ζάλκα μέ οργισμένα μάτια
“Αλλαξε χρώμα ή γυναίκα
“Αχ Θεέ
Πότε θά μέ ανακαλύψει;
«Ό πρίγκιπας καβαλάρης τής θύμησής μου»
Μη βιάζεσαι περίμενέ με
Κάτω άπ’ τό παράθυρο ένός ποιήματος
Χλόμιασα δέ σου δίνω φιλιά
Ό Σεπτέμβριος ξεχειλίζει άπό χαρά και στάρι
Ξεχείλισα άπ’ τή σιωπή
Τά σιτάρια τραγουδάνε
‘Έναν ξεχασμένο άμανέ
Δέν υπάρχω
Ή θλίψη της γέννας δέν μάς έγκαταλείπει
Αυτός είναι ό καημός των θεών
“Αν ξεπεράσω
Τον γκρεμό τής άμφιβολίας
Τής άμφισβήτησης
Στήν άπέναντι όχθη τής καρδιάς μου
Θά άνθίζουν τά παντοτινά σιτάρια τής Ζάλκας
1.9.1997, Κουρδιστάν Ιράν
* Ζάλκα: ένα κτήμα στήν έξοχή. Έκεΐ πήγαινα μικρή.
**Από τη συλλογή “Τα Μυστικά του Χιονιού”, Εκδόσεις Μαΐστρος, Νοέμβρης 2008.