Εμείς πού ξεκινήσαμε για τον άπληστο δρόμο
της Ανατολής,
πυρακτωμένη νεότητα
κι ας λένε μερικοί πώς ήτανε
για το χρυσάφι μόνο’
δεν έμαθαν τα βράχια και τα βάραθρα
και τους αλλόκοτους ορυμαγδούς
που ανάθρεψαν
το μόνιμο φρόνημα της νοσταλγίας—
εμείς πού ξεκινήσαμε για τον άπληστο δρόμο
της Ανατολής
κι ας ήταν τα καράβια μας φτηνά,
μονάχα ξύλα και πανιά,
μονάχα με τα χέρια μας·
να εύχεσθε νάναι μακρύς ό δρόμος
μας εδίδαξαν,
ενώ αυτοί δε θέλησαν ποτέ ν’ αξιωθούν
κάτι απ’ τον ολόδικό μας δρόμο.
*Από την ενότητα «Ακρωτήριον» που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ποιήματα της καλής ελπίδος», Αθήνα 1963.