Θυμάμαι
Θυμάμαι
ότι πρέπει να σε θυμάμαι…
Εσένα
στους κήπους της Βαβυλώνας
στο γυαλί καφενέ της Πόλης
στης νιότης την πηγή να λούζεσαι
στα αραχνοΰφαντα παλάτια της Παλμύρας να γλεντάς
στο ασπράδι του πρωινού
να πέφτεις στα χαλιά τα αέρινα της Βαγδάτης
πίσω να σε φέρουν
στης Αθήνας τα λημέρια…
Θυμάμαι
ότι πρέπει να θυμάμαι
κατά νου να σ’ έχω.
***
νεκρός 2
Νεκρός μέσα στο φύσημα των σαπισμένων φύλλων
Νεκρός… Είναι ανάσταση ή απολύτρωση;
Να καταλαβαίνεις και να μη σε καταλαβαίνουν
Να ζεις εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν να ζήσουν
Να νιώθεις το θρόισμα των νοτισμένων αγριόχορτων
Να τους αισθάνεσαι, κι αυτοί να μην μπορούν να σ’ αγγίξουν
Νεκρός στο αναμμένο κάρβουνο
Νεκρός, κρύα λάμψη του ντουφεκιού!
Στο σκοτάδι, άσπρος σα μαντίλι!
Στο χαμένο παρελθόν, νεκρός!
Στο άνοιγμα του στήθους, το νερό να καίει δόξα κι ασήμι.
Στο άφεμα, ανάσα δίπλοκη
Να γίνεσαι ένα με τη ζωή και πάλι ανάσα και τραγούδι
Με τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος,
ένα να γίνεσαι.
Νεκρός, το τέλος μιας αρχής
Στην κοιλάδα των θεών, δίπλα στον Αμενόφι
Ένα κομμάτι της αιωνιότητας ή αποδήμηση;
*Από τη συλλογή «αέρας μεταλλικός», Εκδόσεις t-short, Αθήνα 2013.
**Το σχέδιο της ανάρτησης έχει φιλοτεχνήσει η Ηώ Αγγελή.