Ζώνη διακεκαυμένη
Αν είν’ καλύτερη η χρονιά
μην ρωτάς …
ανοικτά περιμένουν τη βροχή
τ’ αναμμένα κοχύλια
η λάβρα βάφει αλύπητα φέτος
ούτε η θάλασσα
δεν σβήνει τον πυρετό του αέρα
ένα θηρίο φυσάει τα σωθικά του
σαν να θέλει να πεθάνει
σαν να θέλει να ζήσει
μια μικρή με βάδισμα μάγισσας
και κόκκινη φούστα φέρνει μήνυμα
από τα χείλη του αστεριού
οι μαργαρίτες έχουν
πάψει να μαδιούνται γι’ αγάπη
θα βρέξει δεν θα βρέξει
ρωτούν
οι αγάπες έχουν πάψει
να μαδιούνται γι’ αγάπη
θα μείνει δεν θα μείνει
ρωτούν
η μανία του υδράργυρου
πιο μεγάλη από του έρωτα
ζώνη διακεκαυμένη
καμένη που δροσίζει
η υπομονή δεμένη
κι αψίζει, στεγνώνει
πασκίζει
***
Σε δισύλλαβες λέξεις χωρέσαμε
Την εποχή που ο αγέρας
ορθώνεται ζεστότερος
και οι αξίες με του
φθινόπωρου τις έννοιες ταυτίζονται
φωνάζαμε στα δάση
τα σύνορά τους να κρατούν περήφανα
ενώ το χάναμε εμείς
το μισό το κορμί μας.
στην αυτοτέλεια του ονείρου
στην τάφρο του καθήκοντος
αμίλητοι μείναμε
θαρρείς νεκροί
***
Η φλόγα
Ζει στο πάθος της
αντανακλά στο φως της
πολεμάται
από τα ίδια τα τομίδια
που γράφτηκαν για να την υμνήσουν
όλα καλά αν το μήνυμα
ταξιδεύει να βρει τη βροχή
ο σίφουνας έχει ένα χαρακτήρα
που ξοδεύεται στον ίσκιο
της ψυχής της