Όπως σκάβω με το κλαρί
το χώμα που νότισε
από την πρωινή βροχή
ανάμεσα στα πλακάκια της πλατείας,
μετρώ τις γωνίες και τις πλευρές
αθροίζοντας τα χρόνια
που θα ήθελα να ζήσω.
Μα η γιαγιά καταφθάνει
με τη μαύρη της ρόμπα
και τη μαντίλα
που άλλοτε σκέπαζε τα καρβέλια,
κουνώντας αποδοκιμαστικά τη δεξιά της παλάμη,
μη τύχει και κολλήσω
Τσερνόμπιλ και καρκίνο
προτού προλάβει
να ξημερώσει η νέα μέρα.
Και οι αριθμοί μου ξόφλησαν
κάπου στο τριάντα εννιά,
για φαντάσου άκληρη δίχως ν’ αγαπηθώ,
και δεν έχω και έναν αδερφό
να με καθίσει στα γόνατά του,
να παρηγορηθούμε
που θα πεθάνουμε
άγαμα και άδοξα τέκνα
της μαμάς μας.