Σκίρτησε η πείνα
στα στενά δρομάκια
τόσο την περίμενα!
Βρεγμένοι λύκοι ονειρεύονται
το παλιό μου κουφάρι
να πέφτει
σαν ώριμο φρούτο
από της ζωής το δέντρο
Δεν προλαβαίνω να πεθάνω!
Παραδίδοντας το κορμί
στον αναίσχυντο ήλιο
ερωτεύτηκα
νηπενθείς παρθένες
με πηχτό αίμα στις φλέβες.
Ίσως ταΐσω αυτόν τον τοίχο
με το ίδιο μου το κεφάλι.
Η έμπνευση έρχεται σαν ημικρανία
και η πραγματικότητα
μετουσιώνεται
σε εξωπυραμιδικό εφιάλτη
Αποκοιμήθηκα μεθυσμένος!
Η αλήθεια είναι ένα στρεβλό ψέμα,
ή μήπως το αντίθετο;
[Νά πως χάνει κανείς το μυαλό του.]
Η κρεβατοκάμαρά μου
μια πορσελάνινη τρύπα
όπου ξοδεύω την αιωνιότητα
Δε θα μείνει τίποτα αγάριαστο
από τη φθίση του κορμιού μου!
Τηρώ όρκους δοσμένους σε νεκρούς
μαθαίνοντας πως γητευονται τα πλήθη
από τον μαγικό αυλό της κόλασης
To spleen του νότου θα πνίξει
κάθε έκπαγλη ωραιότητα!
Σήμερα ξέρω
πώς να δοξάσω
το επονείδιστο
Ω σκοτάδι, Ω αμαρτία
επιστρέφω σ’ εσάς στεφανωμένος
μαύρα τριαντάφυλλα
*Από τη συλλογή ‘Εγχειρίδιο μικρών θανάτων”, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Δεκέμβριος 2017.