Θα πρέπει να θυμηθώ
Αργότερα, αυτά τα τρομερά χρόνια
Ψύχραιμα, σοβαρά, χωρίς μίσος,
Αλλά και με ειλικρίνεια ακόμα.
Αυτό το θλιβερό και άσχημο τοπίο,
Τo διαρκές πέταγμα των κορακιών,
Τα μεγάλα μπλοκ σ’ αυτόν το βάλτο
Κρύα και μαύρα σαν τάφοι.
Αυτές τις γυναίκες τις μισοτυλιγμένες
Παλιό χαρτί και κουρέλια,
Αυτά τα φτωχά ξυλιασμένα πόδια
Που χόρευαν στο μακρύ προσκλητήριο.
Τις μάχες με κουτάλες,
Με κουβάδες, με γροθιές.
Τα συσπασμένα χείλη
Όταν η σούπα δεν αρκούσε.
Εκείνους τους “ένοχους” που βούταγαν
Στις γούρνες με το λασπωμένο νερό
Αυτά τα κιτρινισμένα μέλη που ροκάνιζαν
Μεγάλα φουσκωμένα έλκη
Αυτόν το βήχα σε κάθε ανάσα,
Αυτή την απελπισμένη ματιά
Στραμμένη προς τη μακρινή γη.
Θεέ μου, βοήθα μας να επιστρέψουμε!
***
Il faudra que je me souvienne
Il faudra que je me souvienne,
Plus tard, de ces horribles temps,
Froidement, gravement, sans haine,
Mais avec franchise pourtant.
De ce triste et laid paysage,
Du vol incessant des corbeaux,
Des longs blocks sur ce marécage
Froids et noirs comme des tombeaux.
De ces femmes emmitouflées
De vieux papiers et de chiffons,
De ces pauvres jambes gelées
Qui dansent dans l’appel trop long.
Des batailles à coups de louche,
À coups de seau, à coups de poing.
De la crispation des bouches
Quand la soupe n’arrive point.
De ces « coupables » que l’on plonge
Dans l’eau vaseuse des baquets,
De ces membres jaunis que rongent
De larges ulcères plaqués
De cette toux à perdre haleine,
De ce regard désespéré
Tourné vers la terre lointaine.
O mon Dieu, faites-nous rentrer !
*Από τη συλλογή “Ravensbrück”, Δεκέμβρης 1944. Μετάφραση/Απόδοση: Αλεξάνδρα Βουτσίνου.