Η Αραπίτσα
Πάνω από ετούτα τα νερά,
φτερούγισε ο έρωτας
και η νεότητά μου.
Μαύρα νερά μιας Κυριακής,
που άφριζαν μπροστά μου.
Ψηλά, η ξύλινη γέφυρα, να τρέμει,
-έτσι όπως έτρεμε της Άρτας το Γεφύρι-.
Ανάμεσα σε θρύλους έσκυψα
ν’ αφουγκραστώ
τις μυστικές φωνές.
Την άλλη νεότητά μου.
Αυτήν, περ’ από τους καθημερινούς θανάτους.
Αλλά-
Γύρω μου τώρα, μόνον οι τροχοί.
Αγριεμένοι οδηγοί που απειλούν,
τον χρόνο, τη ζωή, τους γήινους θεούς.
Λίγο πριν στρίψω το τιμόνι στο παρόν:
Ποιος δρόμος, ποια κατεύθυνση,
ποιος στεναγμός Αράπιτσα μου θα μας σώσει ;
(Τα κυπαρίσσια σώπαιναν και η Νάουσα με καλούσε.)
*Σημ.: Αράπιτσα ή Αραπίτσα, λέγεται το ποτάμι της Νάουσας.
***
Αμείλικτη ομορφιά
Η λέξη είναι το κέντρισμα το φωτεινό,
μιας σκοτεινής πηγής.
Στην αρχή∙ τα πάναστρα μάτια σου.
Το πρόσωπο της άγνωστης μοίρας,
που με καλούσε από μελλούμενες φωτιές.
Ήσουν εσύ, η αμείλικτη ομορφιά,
η θέα μιας αλήθειας που με γέμιζε…
View original post 332 more words